Ανθρωπολογία - Εθνολογία

Νησί του Πάσχα: Ένας Αέναος Τόπος Μυστηρίου

Μια επίσκεψη στο μυστηριώδες νησί του Πάσχα για να γνωρίσουμε από κοντά τα περίφημα αγάλματα που υπάρχουν σε αυτό, να εμβαπτιστούμε στο μυστήριο που το περιβάλλει και να γίνουμε κοινωνοί των αινιγμάτων που πλανώνται εκεί ζητώντας, εδώ και αιώνες, απαντήσεις.

Υπάρχουν ορισμένοι τόποι πάνω στη Γη που αποπνέουν μια έντονη ατμόσφαιρα μυστηρίου και μια διάχυτη αίσθηση ιερότητας, εξάπτουν δημιουργικά τη φαντασία του ανθρώπου, προκαλούν δέος και φαίνονται να προσφέρουν επαφή με μια αδιόρατη ενεργειακή ποιότητα που ξεφεύγει από τα λόγια. Συχνά τέτοιοι τόποι χαρακτηρίστηκαν, διαχρονικά, ως «τόποι δύναμης» καθώς μπορούσαν να επηρεάζουν τους ανθρώπους με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Παραδοσιακά, τέτοιοι τόποι δύναμης συνδέθηκαν με την παρουσία αρχαίων μνημείων σε αυτά και όπως φαίνεται ένας τέτοιος τόπος ήταν και το περίφημο νησί του Πάσχα.

Το νησί του Πάσχα είναι μια ηφαιστειογενής, μικροσκοπική κουκκίδα στεριάς μέσα στην απεραντοσύνη του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού. Ανακαλύφθηκε το 1722 μ.Χ. από τον Ολλανδό ναύαρχο Γιάκομπ Ρόγκεβεν (Jacob Roggeveen) την ημέρα του Πάσχα και από το γεγονός αυτό προέκυψε η ονομασία του.

Καλύπτει μια έκταση περίπου 170 τετραγωνικών χιλιομέτρων, έχει μέγιστο υψόμετρο 540 μέτρα, και βρίσκεται περίπου 3.800 χιλιόμετρα δυτικά της Χιλής (στην οποία και ανήκει) και 3.100 χιλιόμετρα ανατολικά της Ταϊτής. Το κλίμα του νησιού χαρακτηρίζεται ως υποτροπικό και υπάρχουν δύο κλιματολογικές περίοδοι, η υγρή και η ξηρή. Το έδαφος του είναι άγονο και διαβρωμένο, η βλάστηση λιγοστή, ενώ υπάρχουν ενδείξεις πως κάποτε διέθετε πλούσια βλάστηση. Αφιλόξενα βράχια, ισχυροί άνεμοι και θαλάσσια ρεύματα δυσχεραίνουν την προσέγγιση από θαλάσσης, ενώ επάνω του υπάρχουν τρία ηφαίστεια. Το νησί στις μέρες μας προστατεύεται από την Ουνέσκο, έχει ανακηρυχθεί εθνικό πάρκο και αποτελεί τουριστικό προορισμό για αρκετούς ανθρώπους από όλο τον κόσμο που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ελκύονται από τη μυστηριώδη του «αύρα», ενώ διαθέτει και αεροδρόμιο.

Οι κάτοικοί του το αποκαλούσαν σε παλαιότερες εποχές «Τε Πίτο o τε Χένουα» (Te Pito o te Heneva) που σημαίνει «Ομφαλός της Γης». Σήμερα το ονομάζουν Ράπα Νούι (Rapa Nui) που σημαίνει «μεγάλο Ράπα». Η τελευταία ονομασία λέγεται πως δόθηκε από έναν Ταϊτινό που το επισκέφθηκε τον 19ο αιώνα και στον οποίο θύμιζε τη νήσο Ράπα της Ταϊτής.

Το νησί του Πάσχα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά αινίγματα και πλήθος υποθέσεις έχουν διατυπωθεί, κατά καιρούς, σχετικά με τον πολιτισμό που κάποτε υπήρχε πάνω σε αυτό. Τα μυστηριώδη πέτρινα αγάλματα που βρίσκονται εκεί αποτελούν επίσης ένα μεγάλο μυστήριο, καθώς δεν είναι γνωστό το πώς ακριβώς κατασκευάστηκαν, τι αναπαριστούν και κυρίως το πώς τοποθετήθηκαν στη θέση τους.

 

Οι 'Aγνωστες Φυλές του Νησιού

Οι κάτοικοι του νησιού πιστεύεται πως έφθασαν σε αυτό από άλλες περιοχές, κάτι που υποστηρίζεται και από τους μύθους που υπάρχουν. Η επίσημη εκδοχή είναι ότι πρόκειται για Πολυνήσιους που μετανάστευσαν εκεί περίπου τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Βέβαια, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπάρχουν και άλλες εκδοχές. Αξίζει να σημειωθεί πως αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα στο νησί όπως το τείχος του 'Aχου Βινάπου (Αhu Vinapu) θεωρούνται ότι κατασκευάστηκαν τον 3ο-4ο αιώνα μ.Χ. γεγονός που εκλαμβάνεται ως ισχυρή ένδειξη για την παρουσία ενός αρκετά παλαιότερου πολιτισμού που υπήρχε εκεί.

Σύμφωνα με τον κύριο μύθο του νησιού, οι πρώτοι κάτοικοι προέρχονταν από μια ήπειρο που ονομαζόταν Χάιβα (Hiva) και συγκεκριμένα από μια χώρα που λεγόταν Μαορί (Maori). Αυτή η ήπειρος καταστράφηκε από έναν κατακλυσμό και χάθηκε στη θάλασσα. Πριν την καταστροφή ο βασιλιάς Χότου Μάτουα (Hotu Matua) συγκέντρωσε το λαό του σε δύο μεγάλες βάρκες και μετά από 120 ημέρες ταξιδιού στη θάλασσα έφθασαν στο νησί του Πάσχα.

Ένας άλλος μύθος αναφέρει ότι σε πολύ παλιές εποχές ο θεός Ουάκε (Quake) θυμωμένος προκάλεσε σεισμούς και εκρήξεις ηφαιστείων στην ευρύτερη περιοχή της Πολυνησίας. Χρησιμοποιώντας ένα γιγάντιο κοντάρι έβγαζε τα νησιά από τη θέση τους και έτσι αυτά παρασέρνονταν από τεράστια κύματα, ωστόσο δεν κατάφερε να κάνει το ίδιο στο νησί του Πάσχα καθώς εκεί ο κοντάρι του έσπασε.

Οι μύθοι του νησιού του Πάσχα οι οποίοι ουσιαστικά αναφέρονται σε μια πανάρχαια καταστροφή, οδήγησαν πολλούς ερευνητές να συσχετίσουν την ιστορία του με εκείνη της μυθικής ηπείρου Μου – Λεμουρίας, καθώς και με την Ατλαντίδα.

Όταν ο Γιάκομπ Ρόγκεβεν το 1722 μ.Χ. ανακάλυψε το νησί (αν και υπάρχουν στοιχεία ότι ήταν γνωστό σε πειρατές πριν από αυτή την ημερομηνία) παρατήρησε την παρουσία δύο φυλών πάνω σε αυτό για τις οποίες κράτησε σημειώσεις. Σε αυτές αναφέρει πως δεν χρησιμοποιούσαν μέταλλα και δε γνώριζαν τη χρήση του τροχού, πως χρησιμοποιούσαν λίθινα εργαλεία και ότι καλλιεργούσαν πατάτες, ζαχαροκάλαμα και μπανάνες. Κατά την εκτίμησή του οι κάτοικοι του νησιού ήταν περίπου 5.000.

Τα μέλη της φυλής Χανάου Ύπε, ονομασία που σημαίνει Μακριά Αυτιά, είχαν ψηλό ανάστημα, λευκό δέρμα και ορισμένοι είχαν κοκκινωπά μαλλιά. Στα αυτιά τους φορούσαν μεγάλους δίσκους και έτσι επιμήκαιναν τους λοβούς, στο σώμα τους είχαν τατουάζ και εκτελούσαν τελετές γύρω από τα περίφημα αγάλματα του νησιού.

Τα μέλη της φυλής των Χανάου Μομόκο, ονομασία που σημαίνει Κοντά Αυτιά, είχαν χαμηλότερο ανάστημα και σκουρόχρωμο δέρμα. Σύμφωνα πάντα με τις σημειώσεις του Γιάκομπ Ρόγκεβεν, αυτή η φυλή ζούσε πιο απλά και δεν φαίνονταν να ενδιαφέρεται για τα όσα απασχολούσαν τα Μακριά Αυτιά.

Το 1770 μ.Χ. μια αποστολή που είχε οργανωθεί από τον Ισπανό αντιβασιλιά του Περού επισκέφθηκε το νησί. Τότε ο αριθμός των κατοίκων του νησιού εκτιμήθηκε ότι ήταν 3.000 περίπου.

Το 1774 μ.Χ. αποβιβάστηκε στο νησί ο θαλασσοπόρος και εξερευνητής πλοίαρχος Κουκ (Cook) και τα όσα είδε εκεί οδηγούν στο συμπέρασμα πως στο νησί είχαν λάβει χώρα μεγάλες αλλαγές από τότε που πέρασαν οι Ισπανοί (δηλαδή μέσα σε τέσσερα έτη). Σύμφωνα με τον Κουκ, ο πληθυσμός του νησιού ήταν τότε μόλις μερικές εκατοντάδες (600-700 άτομα) και οι περισσότεροι ιθαγενείς οπλοφορούσαν με ρόπαλα και ακόντια. Δεν υπήρχαν πλέον μέλη της φυλής των Μακριών Αυτιών, δεν λατρεύονταν τα αγάλματα ορισμένα εκ των οποίων βρίσκονταν πεσμένα στο έδαφος και υπήρχε πρόβλημα εύρεσης τροφής.

Όπως διαπιστώθηκε από τα μέλη της αποστολής του Κουκ και σύμφωνα με τα όσα τους διηγήθηκαν ορισμένοι κάτοικοι του νησιού με τους οποίους είχαν μια στοιχειώδη επικοινωνία, υπήρξε διαμάχη ανάμεσα στις φυλές του νησιού που οδήγησε σε πόλεμο και σε αφανισμό της φυλής των Μακριών Αυτιών.

Θεωρείται ως κύρια αιτία της διαμάχης ο υπερπληθυσμός του νησιού που οδήγησε σε σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της χλωρίδας και της πανίδας, σε ανεπάρκεια πρώτων υλών και σε έλλειψη τροφής.

Σύμφωνα με τον εθνολόγο Θορ Χέιρνταλ (Thor Heyerdahl) (ο οποίος το 1947 ταξίδεψε με την περίφημη σχεδία Κον Τίκι από το Περού έως την Πολυνησία) η ανοιχτόχρωμη φυλή των Μακριών Αυτιών προερχόταν από τη Νότια Αμερική και αυτός ήταν και ο λόγος κατά την άποψή του που οι κάτοικοι του νησιού καλλιεργούσαν πατάτες οι οποίες ήταν ιθαγενές φυτό για τη Νότια Αμερική αλλά όχι για την Πολυνησία. Η θεωρία του επίσης υποστήριζε ότι αυτή η πρώτη φυλή ήταν εκείνη που κατασκεύασε τα περίφημα αγάλματα και τις μυστηριώδεις επιγραφές που υπάρχουν ακόμη και σήμερα στο νησί. Όμως οι θεωρίες του δεν έγιναν τότε αποδεκτές, καθώς υπήρξε ο αντίλογος πως η ανθρωπολογική, γλωσσολογική και βοτανολογική έρευνα οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για Πολυνήσιους.

Σημαντικό πλήγμα στον πολιτισμό το νησιού δόθηκε και από τις ιεραποστολές τα μέλη των οποίων προχώρησαν σε εκτεταμένες καταστροφές επιγραφών και τεχνουργημάτων. Όσο για τους πρώτους εξερευνητές που αποβιβάστηκαν σε αυτό φέρθηκαν με βαρβαρότητα στους κατοίκους του, τους οποίους συχνά χρησιμοποιούσαν ως κινούμενους στόχους για σκοποβολή.

Τον 19ο αιώνα και ειδικά το 1862 ο υγιής πληθυσμός του νησιού οδηγήθηκε στη δουλεία, μαζί τους και ο τότε φύλαρχος Κάιμα Κόι (Kaima Koi) με την οικογένειά του, από περουβιανούς δουλεμπόρους και αυτό ήταν το τελειωτικό πλήγμα. Κατάφεραν να επιστρέψουν μόλις 10-15 άτομα ανάμεσα στα οποία βρίσκονταν και φορείς του μικρόβιου της ευλογιάς. Έτσι αποδεκατίστηκε ο πληθυσμός το νησιού και αναφέρεται πως το 1877 είχαν απομείνει 111 εξαθλιωμένα άτομα.

Γενικά, ιστορία του νησιού σύμφωνα με την επίσημη και όχι από όλους αποδεκτή ιστορική εκδοχή διακρίνεται σε τρεις περιόδους:

Την πρώτη περίοδο (700-850 μ.Χ.) στην οποία ανάγονται τα πρώτα μικρότερου ύψους αγάλματα Μοάι (Moai) και οι πρώτες εξέδρες 'Aχου. Σε αυτή την περίοδο ανάγεται και το γλυπτό ενός άνδρα που γονατιστός κάθεται στις φτέρνες του και ακουμπάει τις γροθιές του στα γόνατα (τα χαρακτηριστικά του εμφανώς παραπέμπουν στην τεχνοτροπία τεχνουργημάτων και μνημείων των πολιτισμών της Νοτίου Αμερικής).

Τη δεύτερη περίοδο (1050-1680 μ.Χ.) ανακατασκευάστηκαν πολλές εξέδρες 'Aχου και τότε εκτιμάται πως κατασκευάζονταν όλο και μεγαλύτερα αγάλματα. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται και από την εκτεταμένη λατρεία ενός ανθρωπόμορφου πουλιού που ονομαζόταν Μάκε - Μάκε (Make - Make) και η οποία συνοδευόταν από τελετές.

Την τρίτη περίοδο (1680 μ.Χ έως σήμερα) στη διάρκεια της οποίας εκδηλώθηκαν πόλεμοι των φυλών στο νησί και ο πληθυσμός του οδηγήθηκε στην εξαθλίωση και ακόμη πιο πέρα στα χέρια των δουλεμπόρων. Δύσκολες στιγμές πέρασαν οι κάτοικοι του νησιού και στη διάρκεια της πολυετούς δικτατορίας της Χιλής, με το φόβο να πλανάται πάνω από το νησί.

Σήμερα, ο πληθυσμός του νησιού εκτιμάται ότι αριθμεί κοντά στις δύο χιλιάδες άτομα, ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν και αρκετοί έποικοι από τη Χιλή. Και ενώ η προσάρτηση του νησιού στη Χιλή έγινε το 1888 οι κάτοικοί του απέκτησαν πλήρη δικαιώματα Χιλιανού πολίτη το 1965.

 

Τα Μυστηριώδη Πέτρινα Αγάλματα

Το πλέον αινιγματικό και πολυσυζητημένο χαρακτηριστικό του νησιού είναι η παρουσία των γιγάντιων πέτρινων κεφαλών, των περίφημων αγαλμάτων Μοάι. Αυτά είναι μονόλιθοι που αναπαριστούν ανθρώπινα πρόσωπα, βρίσκονται διάσπαρτα σε όλο το νησί και το ύψος τους κυμαίνεται από 3.5 έως 22 μέτρα. Ο αριθμός τους ανέρχεται σε 800-900 περίπου και κοινό τους γνώρισμα είναι ότι κοιτούν προς το εσωτερικό του νησιού έχοντας την πλάτη τους στραμμένη προς τη θάλασσα. Όλα τα αγάλματα κατασκευάστηκαν από τον κιτρινόμαυρο τόφφο που υπάρχει στον κρατήρα του ηφαιστείου Ράνο Ραράκου (Rano Raraku). Λαξεύονταν και ολοκληρώνονταν στο βράχο σε αυτό το σημείο του νησιού και στη συνέχεια αποκόπτονταν για να τοποθετηθούν σε διάφορες επιλεγμένες περιοχές. Αυτή τη στιγμή αρκετά παραμένουν ημιτελή στο λατομείο του Ράνο Ραράκου, άλλα είναι τοποθετημένα περιμετρικά σε όλο το νησί και ορισμένα βρίσκονται πεσμένα στο έδαφος.

Τα Μοάι συνήθως τοποθετούνταν πάνω σε μεγαλιθικές εξέδρες που ονομάζονταν 'Aχου (η λέξη σημαίνει «ιερός τόπος») και αριθμούν περί τις στις 250 σε όλο το νησί.

Επίσης, αρκετά αγάλματα Μοάι φέρουν στην κεφαλή τους μεγάλα κυλινδρικά καπέλα τα Πουκάο (Pukao) που κατασκευάζονταν από κοκκινωπό τόφφο. Τα Πουκάο κατασκευάζονταν στην περιοχή του λατομείου Πούνα Πάο (Puka Pau).

Η κατασκευή των αγαλμάτων σταμάτησε ξαφνικά, περίπου το 1680 μ.Χ. για άγνωστο λόγο. Μόνο υποθέσεις έχουν υπάρξει για αυτό το γεγονός και αυτές δεν κρίνονται ικανοποιητικές. Αξίζει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο ένας τοπικός θρύλος που κάνει λόγο για την παρουσία μια ισχυρής μάγισσας που θύμωσε όταν κλάπηκε η τροφή της και η οποία με τη μαγεία της αναποδογύρισε κάποια αγάλματα και σταμάτησε την κατασκευή νέων.

Το πρόβλημα είναι πως με την υποτυπώδη τεχνολογία που διέθεταν οι φυλές του νησιού και μη γνωρίζοντας τη χρήση του τροχού ήταν αδύνατο να μεταφερθούν τα αγάλματα, κάθε ένα εκ των οποίων ζυγίζει δεκάδες τόνους, όπως και το ανυψωθούν και να τοποθετηθούν τα Πουκάο στο κεφάλι των αγαλμάτων. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο ημιτελές Μοάι έχει ύψος σχεδόν 22 μέτρα και βάρος σχεδόν 180 τόνους. Το μεγαλύτερο τοποθετημένο Μοάι έχει ύψος 10 μέτρα και ζυγίζει περίπου 80 τόνους ενώ το Πουκάο που είναι τοποθετημένο επάνω του ζυγίζει 11 τόνους.

Γύρω από αυτό το θέμα της μεταφοράς των αγαλμάτων έχουν προταθεί διάφορες λύσεις, όπως το ότι μεταφέρονταν κυλιόμενα πάνω σε κορμούς δένδρων ή με τη βοήθεια σχοινιών, αλλά όλες τους αποδείχθηκαν μη ιδιαίτερα πρακτικές και εξαιρετικά χρονοβόρες. Για παράδειγμα, το 1999 η αρχαιολόγος Τζο Αν Βαν Τίλμπουργκ (Jo Anne Van Tilburg), μελετώντας προσομοιώσεις σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές πρότεινε πως τα Μοάι τα μετακινούσαν ξαπλωμένα πάνω σε κορμούς δένδρων. Όμως κανένα άγαλμα δεν παρουσιάζει φθορές στα πλευρικά του σημεία, που θα έπρεπε να υπάρχουν αν μετακινούνταν με αυτόν τον τρόπο.

Το 2000 επιτόπια μελέτη και ανασκαφή της ομάδας του γεωλόγου Τσαρλς Λοβ (Charles Love) έδειξε ότι τα μονοπάτια κατά μήκος των οποίων μεταφέρονταν τα Μοάι από τον τόπο κατασκευής τους ακολουθούσαν τη ροή της λάβας στο νησί. Κατά τη συγκεκριμένη έρευνα παρατηρήθηκε ότι σε αρκετά σημεία αυτοί οι δρόμοι είχαν ασυνήθιστο σχήμα και υπήρχε σε αυτούς εναλλαγή παρουσίας βράχων και βαθουλωμάτων. Εκτιμήθηκε, σε μια πρώτη προσέγγιση, ότι ίσως όλα αυτά συνέβαλαν στη λειτουργία ενός άγνωστου μηχανισμού που πιθανόν να χρησιμοποιούσαν οι ιθαγενείς του νησιού για τη μεταφορά των αγαλμάτων.

Αίνιγμα καλύπτει και τη λάξευση και την κοπή των αγαλμάτων η οποία θεωρητικά πρέπει να γινόταν με πέτρινα εργαλεία! Όταν το 1956 ο Θορ Χέιρνταλ επιχείρησε μαζί με πολλούς ιθαγενείς τέτοιου είδους κοπή με λίθινα εργαλεία κατάφερε μόλις μια χαραγή στο βράχο μετά από πολλές εβδομάδες. Όταν ο Χέιρνταλ ρώτησε ένα ιθαγενή πώς μεταφέρονταν τα Μοάι στον προορισμό τους, εκείνος του απάντησε ότι «Όταν τα σήκωναν τότε τα Μοάι περπατούσαν μόνα τους»! Μετά από αυτή την προσπάθεια κατέστη προφανές πως υπάρχει ένα κενό στα όσα γνωρίζουμε για τις φυλές του νησιού. Ένας ελλείπων κρίκος στην αλυσίδα της γνώσης μας που δεν μας επιτρέπει να έχουμε μια πλήρη εικόνα και απάντηση σε όλα τα θέματα που σχετίζονται με το νησί του Πάσχα.

Ορισμένοι ερευνητές στηριζόμενοι στα αρχαιολογικά και μυθολογικά ευρήματα του νησιού, αλλά και σε πηγές της εσωτερικής παράδοσης των λαών, πρότειναν εναλλακτικές υποθέσεις, όπως ήταν η ύπαρξη ενός προϊστορικού πολιτισμού, άμεσου απόγονου εκείνου της μυθικής Λεμουρίας ή κατ' άλλους της Ατλαντίδας. Μάλιστα σε αυτούς τους πολιτισμούς που προϋπήρχαν του δικού μας αποδίδεται και η χρήση προηγμένης τεχνολογίας ή και χρήση ισχυρών «μαγικών» δυνάμεων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μεταφορά των Μοάι.

Η 'Aννι Μπεζάντ (Annie Besant), που ανέλαβε την ηγεσία της Θεοσοφικής Εταιρείας μετά την Έλενα Πέτρονβα Μπλαβάτσκι (Helena P. Blavatsky), αναφέρει στο βιβλίο της «Η Γενεαλογία του Ανθρώπου» πως τα αγάλματα στο νησί του Πάσχα αναπαριστούν ανθρώπους της Ατλάντειας φυλής (της μέσης περιόδου της συγκεκριμένης φυλής) οι οποίοι είχαν πολύ μεγαλύτερο ύψος από εκείνο του σημερινού ανθρώπου.

Ο ερευνητής Τζέιμς Τσέρτσγουρντ (James Churchward), ήταν θερμός υποστηρικτής της ύπαρξης στον Ειρηνικό Ωκεανό μιας ηπείρου που ονομαζόταν Λεμουρία ή αλλιώς Μου, η οποία θρυλείται πως ήταν φορέας ενός ανεπτυγμένου πολιτισμού πριν από 25.000 έτη και πως χάθηκε από γεωλογικές αναταραχές. Ο Τσέρτσγουρντ συσχετίζει την ύπαρξη του νησιού του Πάσχα με τον πολιτισμό της Λεμουρίας σύμφωνα με την ενδιαφέρουσα θεωρία που παρουσίασε στις αρχές του 20ου αιώνα. Κατά τον Τσέρτσγουρντ τα γιγάντια αγάλματα του νησιού του Πάσχα, και οι εγχάρακτες πέτρες συνιστούν δείγματα μιας σημαντικής προϊστορικής φυλής που σχετίζεται με τη Λεμουρία.

Σε ότι αφορά τη χρήση των αγαλμάτων, υπάρχουν αρκετές απόψεις και για αυτό το θέμα. Όπως προαναφέρθηκε, με βάση τις σημειώσεις του Ρόγγεβιν, γύρω από τα αγάλματα τα μέλη της λευκής φυλής των Μακριών Αυτιών πραγματοποιούσαν τελετές. Επίσης, θρύλοι των ιθαγενών του νησιού μιλούν για τη μαγική δύναμη Μάνα η οποία εκπέμπεται από τα μάτια των αγαλμάτων, τα οποία είναι πάντα στραμμένα προς το εσωτερικό του νησιού για να δέχονται οι κάτοικοι τη θετική τους ενέργεια. Σύμφωνα με αυτούς τους θρύλους τα αγάλματα – κεφαλές αποκτούσαν η μαγική τους δύναμη μετά την τοποθέτηση των «καπέλων» Πουκάο επάνω τους. Τότε οι ιθαγενείς με τελετουργικό τρόπο «άνοιγαν» τα μάτια των Μοάι χαράζοντάς τα με συγκεκριμένο τρόπο και τοποθετώντας πάνω σε αυτά κοράλλια και όστρακα.

Επίσης, λέγεται πως τα βλέμματα όλων των Μοάι συγκλίνουν σε ένα σημείο πάνω από το νησί. Έτσι οι νοητές γραμμές που ξεκινούν από τα μάτια όλων των αγαλμάτων σχηματίζουν μια ενεργειακή πυραμίδα κορυφή της οποίας είναι το συγκεκριμένο σημείο, όπου και συγκεντρώνεται όλη η δύναμη Μάνα των αγαλμάτων.

 

Οι Αρχαίες Επιγραφές του Νησιού

Στο νησί εκτός από τα αγάλματα βρέθηκαν πέτρες οι οποίες έφεραν εγχαράξεις με ιδεογράμματα που συνιστούσαν ένα είδος αρχαίας γραφής. Τέτοιες εγχάρακτες πέτρες αποτελούν τμήματα ενός αρχαίου ναού τα ελάχιστα ερείπια του οποίου βρέθηκαν κοντά στο ηφαίστειο Ράνα Ράο του νησιού. 

Ο Τσέρτσγουορντ στο βιβλίο του «Λεμουρία» αναφέρει πως ο ερευνητής Τζ. Τόμσον (Joseph John Thomson), τον οποίο χαρακτηρίζει ως αυθεντία στην έρευνα του νησιού του Πάσχα, είχε κατορθώσει να αποκρυπτογραφήσει κάποιες από αυτές με τη βοήθεια ενός ηλικιωμένου ιθαγενή.

Αξίζει να παρατεθεί σε αυτό το σημείο ένα εδάφιο που περιέχεται στη μετάφραση της μίας εκ των δύο πέτρινων πλακών που αποκρυπτογραφήθηκαν από τον Τόμσον. Αναφέρεται σε αυτή μεταξύ άλλων: «Όταν δημιουργήθηκε για πρώτη φορά αυτό το νησί και έγινε γνωστό στους προγόνους μας, τη χώρα διέσχιζαν δρόμοι, όμορφα στρωμένοι με λείες πλάκες. Ήταν τόσο καλά τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη που δεν έβλεπες καμία να προεξέχει. Καφεόδενδρα φύτρωναν δίπλα-δίπλα στις άκρες των δρόμων. Οι κορυφές τους έσμιγαν και τα κλαδιά τους μπλέκονταν σαν μυώνες…».

Ο Τσέρτσγουορντ στο ίδιο βιβλίο αναφέρει την ύπαρξη ενός μύθου για το νησί του Πάσχα σύμφωνα με τον οποίο: «Τούτο το μικρό νησί αποτελούσε κάποτε τμήμα μια μεγάλης ηπειρωτικής χώρας, που τη διέσχιζαν πολλοί δρόμοι, όμορφα στρωμένοι με πλάκες. Οι δρόμοι ήταν κατασκευασμένοι ώστε να μοιάζουν με το σχέδιο του ιστού της γκριζόμαυρης αράχνης και κανείς δεν μπορούσε να ανακαλύψει το τέλος ή την αρχή τους».

Ενδιαφέρουσα είναι και μια περιγραφή του ίδιου του Τόμσον που παρατίθεται και ο οποίος αναφέρει: «Στο νότιο άκρο του νησιού υπάρχουν ογδόντα έως εκατό πέτρινα σπίτια, χτισμένα συμμετρικά πάνω σε μία σειρά από πέτρες ή χώμα, που σε μερικές περιπτώσεις αποτελούν τους πίσω τοίχους του οικοδομήματος. Οι τοίχοι αυτών των ξεχωριστών σπιτιών έχουν κατά μέσο όρο ενάμισι μέτρο πάχος και τεσσεράμισι μέτρα ύψος. Οι είσοδοί τους είναι μικροσκοπικές, με ύψος που δεν ξεπερνά τα πενήντα εκατοστά και πλάτος τα σαράντα οκτώ. Τους τοίχους αποτελούν στρώματα από ακανόνιστες πέτρες που είναι συχνά βαμμένες κόκκινες, λευκές και μαύρες, παριστάνοντας πουλιά, πρόσωπα και μορφές. Κοντά στα σπίτια και γύρω από τις ακτές, οι βράχοι είναι κομμένοι σε παράξενα σχήματα που μοιάζουν με ανθρώπινες μορφές, χελώνες, πουλιά, ψάρια και μυθολογικά ζώα».

Εκτός όμως από τις πέτρινες πλάκες, έχουν βρεθεί εγχάρακτες ξύλινες πινακίδες οι οποίες ήταν κρυμμένες σε σπηλιές και κρύπτες του νησιού. Πρόκειται για τις περίφημες πινακίδες Ρόνγκο - Ρόνγκο (Rongko - Rongko) τις οποίες αναφέρονται από τους ντόπιους ως οι «πινακίδες που μιλούν» και των οποίων η γραφή δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Κάθε γραμμή αυτής της γραφής είναι χαραγμένη ανάποδα από την προηγούμενή της, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως για την ανάγνωσή τους απαιτείτο διαρκής περιστροφή της πινακίδας. Στις μέρες μας έχουν βρεθεί περί τις 20 πινακίδες αλλά είναι ενδιαφέρον το ότι σε γράμμα του με ημερομηνία Δεκεμβρίου του 1964 ο ιεραπόστολος Εϋρώ (Εüro) κάνει λόγο για την ύπαρξη εκατοντάδων τέτοιων πινακίδων.

Οι προσπάθειες για αποκρυπτογράφηση δεν απέδωσαν καρπούς ή θεωρήθηκαν ανεπαρκείς. Για παράδειγμα, όταν το 1868 ο τότε επίσκοπος της Ταιτής, ονόματι Ζωσσέν (Jaussen), ανακάλυψε με δυσκολία μόλις πέντε πινακίδες Ρόνγκο - Ρόνγκο, προσπάθησε να τις αποκρυπτογραφήσει με τη βοήθεια ενός ιθαγενή του μόνου που ισχυριζόταν ότι μπορεί. Όμως τα λόγια δεν οδηγούσαν σε κάποιο νόημα, έμοιαζαν ασύνδετα και έτσι αρκέστηκε να κρατήσει σημειώσεις περίπου 300 σελίδων που ωστόσο εξαφανίστηκαν.

Σύμφωνα με το γλωσσολόγο Στίβεν Φίσερ (Steven Fischer) οι πινακίδες περιέχουν ψαλμούς με συγκεκριμένη κωδικοποίηση, ωστόσο ο ίδιος δεν έχει καταφέρει να τη «σπάσει» και το μόνο που κατάφερε ήταν μια αποσπασματική και αμφιλεγόμενη μετάφραση μιας μονάχα πρότασης.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί πως όταν ο ερευνητής Φράνσις Μαζιέρ (Francis Mazier) επισκέφθηκε το νησί το 1964 με την πολυνησιακής καταγωγής σύζυγό του, διαπίστωσε αρχικά πως ο μαγνητισμός του νησιού «τρέλαινε» τις πυξίδες και αργότερα πως οι κάτοικοι του νησιού ήταν εξαιρετικά προσεκτικοί στο τι αποκάλυπταν. Για παράδειγμα, αναφέρει πως η σύζυγός του, την οποία οι ιθαγενείς εμπιστεύονταν περισσότερο λόγω της καταγωγής της, οδηγήθηκε σε μυστικές υπόγειες κρύπτες από τους ιθαγενείς και δεσμεύτηκε να μην αποκαλύψει τίποτα από όσα είδε εκεί, καθώς και για την τοποθεσία τους. Ο Μαζιέρ ουδέποτε έμαθε το τι είδε η γυναίκα του εκτός από πολύ γενικά πράγματα (όπως περιγραφές χώρων) και στο βιβλίο του «Το Νησί του Πάσχα» αναφέρει πως ορισμένοι ιθαγενείς είναι θεματοφύλακες μιας πανάρχαιας γνώσης που την διαφυλάσσουν ως κόρη οφθαλμού. Ωστόσο και ο ίδιος μπήκε σε ορισμένες μυστικές κρύπτες, όταν του το επέτρεψαν, για να δει τεχνουργήματα και αγάλματα που φυλάσσονταν μυστικά.

Στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται και η παρουσία τριών αρχαίων μετεωριτών που βρίσκονται πάνω στο νησί, για τους οποίους υπάρχουν και μυθολογικές περιγραφές. Αξίζει να επισημανθεί πως οι εσωτερικές παραδόσεις τονίζουν ιδιαίτερα την παρουσία των μετεωριτών πάνω στη Γη, καθώς θεωρούνται φορείς συμπαντικών ενεργειών καταλυτικά με τον κραδασμό τους στην εξέλιξη του πλανήτη μας.

Επίσης, ο Μαζιέρ θεωρεί πως τα παλαιότερα αγάλματα Μοάι και οι εξέδρες 'Aχου κατασκευάζονταν από μυημένους στα μυστήρια μιας αρχαίας παράδοσης.

Όσο για τη μεταφορά των αγαλμάτων ο Μαζιέρ αναφέρει ότι όλοι οι ιθαγενείς ισχυρίζονται πως αυτά μεταφέρονταν με τη μυστηριώδη δύναμη Μάνα. Και σύμφωνα με όσα του είπαν, δύο μόνο άνθρωποι στο νησί ήταν κύριοι του Μάνα και οδηγούσαν τα αγάλματα στη θέση τους. Όταν αυτή η δύναμη χάθηκε το νησί παρήκμασε. Αναφέρει μάλιστα πως ένας νησιώτης του αποκάλυψε ότι ορισμένα αγάλματα που έφεραν χαρακτηριστικά στίγματα - κουκίδες αναπαριστούσαν κάποιους συγκεκριμένους αρχαίους σοφούς που μελετούσαν τα άστρα.

Αξιοσημείωτο είναι ότι ορισμένα αγάλματα βρίσκονται προσανατολισμένα έτσι ώστε να σχετίζονται άμεσα με τις θέσεις του Ήλιου κατά το θερινό και το χειμερινό ηλιοστάσιο. Λέγεται πως σε αρχαίες εποχές στο νησί υπήρχε μια κοινότητα σοφών που μελετούσαν τα άστρα αλλά και ένα παρατηρητήριο του Ήλιου.

Όπως φαίνεται το νησί του Πάσχα κρατά καλά φυλαγμένα τα μυστικά του και προς το παρόν όλοι μας μοιάζουμε να αφουγκραζόμαστε με προσμονή τους ψίθυρους και τα μυστικά του ανέμου που φυσάει στην απομονωμένη αυτή γωνιά του κόσμου μας. Παλεύουμε με το χρόνο, προσπαθώντας να «πιάσουμε» κομμάτια μιας πανάρχαιας γνώσης που θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας ως ανθρώπινο είδος. Όντας ταξιδιώτες και εξερευνητές πάνω στο εξελικτικό μονοπάτι που κάποτε όπως όλα δείχνουν πέρασε και από αυτή τη μικρή νησίδα γης του Ειρηνικού ωκεανού.

 

Βιβλιογραφία

    • Churchward James, «Λεμουρία», Εκδόσεις Ιάμβλιχος, 1993.
    • Μπεζάντ 'Aννα, «Η Γενεαλογία του Ανθρώπου, Εκδόσεις ΔΙΟΝ.
    • Μαζιέρ Φράνσις, «Το Νησί του Πάσχα», Εκδόσεις Κάκτος, 1978.
    • Καβακόπουλος Λουκάς, «Το Νησί του Πάσχα», συλλογικό έργο «Τα Μεγάλα Μυστήρια του Κόσμου», Εκδόσεις
      Αρχέτυπο, 2001.
    • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς - Μπριτάνικα, 2007-8.
    • «Μυστήρια της Γης», Δομή.

 

Σύνδεσμοι

    • Μετεωρίτες: Οι καταλύτες στην εξέλιξη της συνείδησης

 

Κ.Σ.