Κοινωνία - Κόσμος

Αποτέφρωση: Από το Χθες στο Σήμερα

Μια σφαιρική μελέτη για το θέμα της αποτέφρωσης που τόσο πολύ έχει συζητηθεί τα τελευταία χρόνια. Η ιστορική της πορεία στους λαούς της Γης, η θρησκευτική και η εσωτερική της διάσταση, αλλά και τα επιχειρήματα που την επαναφέρουν στο προσκήνιο.

Παρόλο που μόλις τους τελευταίους αιώνες έχει απασχολήσει την ανθρωπότητα, το θέμα της αποτέφρωσης είναι ένα γεγονός με πολύ βαθιές ρίζες. Ο πρώτος τρόπος αποχωρισμού των νεκρών ήταν με ταφή. Οι ταφές και οι νεκρικές τελετές ανήκουν στις παλαιότερες μαρτυρίες του ανθρώπινου πολιτισμού. Η τελετή που εκτελείται μετά την ταφή ήταν και παραμένει μία ειδική μυητική τελετή, που ως σκοπό έχει την ανανέωση της ζωής, καθώς βοηθά την ψυχή να περάσει την μεταθανάτια διαδικασία. Η αποτέφρωση ήταν πολύ πιο σπάνια, μέχρι που έκανε την εμφάνισή της με τις πρώτες αγροτικές κοινότητες χωρικών περίπου πριν από 8000 χρόνια. Αυτές οι κοινότητες εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη από την 4η χιλιετία π.Χ., που ενώ κυρίως αποχωρίζονταν τους νεκρούς τους με ταφή, η αποτέφρωση συνέβαινε ως μια παραλλαγή της τελετής.

 

Στο Παρελθόν

Οι σύγχρονες επιστημονικές ανακαλύψεις έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αποτέφρωση των νεκρών, ως ανθρώπινη συνήθεια, υπήρχε από τα αρχαία χρόνια. Οι επιστήμονες συμφωνούν ότι η αποτέφρωση ξεκίνησε πριν από το 3000 π.Χ. στην αρχή της Λίθινης εποχής στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή. Το έθιμο αυτό ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές μέσα από τους νομαδικούς λαούς, μια και υπήρχε η συνήθεια να μεταφέρουν την τέφρα των προγόνων τους πάντα μαζί τους.

Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι ευρήματα αποτέφρωσης έχουν εντοπιστεί στη Ρωσία, τις Βρετανικές νήσους, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ουγγαρία, την Βόρεια Ευρώπη και την Ιρλανδία. Στην Ευρώπη, κατά την 2η χιλιετία π.Χ. η αποτέφρωση γινόταν όλο και περισσότερο κοινή, ενώ από τον 15ο αιώνια π.Χ. και μετά ήταν η κύρια μέθοδος αποχωρισμού των νεκρών. Στην Αγγλία υπήρχαν ειδικές αίθουσες μέσα σε τύμβους όπως ήταν και οι μεγαλιθικοί τάφοι της Ιρλανδίας και της Βρετάνης. Η αποτέφρωση στη Βρετανία είχε πλήρως αντικαταστήσει την ταφή μέχρι την Εποχή του Χαλκού, ενώ σε πολλά μέρη της Ευρώπης οι νεκροί ενταφιάζονταν αποτεφρωμένοι σε Πεδιάδες με Τεφροδόχους, ή σε ειδικά Κοιμητήρια Αποτέφρωσης, έως τα τέλη της Εποχής του Χαλκού. Παλαιότερα, τα υπολείμματα της αποτέφρωσης τοποθετούνταν σε τύμβους μέσα σε σάκους ή τεφροδόχους. Στην προϊστορική Εποχή του Σιδήρου υπήρχαν ανάμικτες τελετές ταφής και αποτέφρωσης.

Από το 1.200 π.Χ. έως τον πρώτο αιώνα μ.Χ. η αποτέφρωση των νεκρών γίνεται ένα συνηθισμένο γεγονός και στην Ελλάδα. Στον Κεραμεικό, καθώς και σε πολλά νεκροταφεία της Αρχαίας Ελλάδας, ανακαλύφθηκαν τεφροδόχοι και λάρνακες αποτεφρωμένων σωμάτων.

Στα αρχαιολογικά ευρήματα των τάφων της Βεργίνας βρέθηκε η τέφρα του Φιλίππου του Β΄, πατέρα του Μέγα Αλέξανδρου, τοποθετημένη σε μια χρυσή τεφροδόχο την οποία κοσμούσε το οκτάκτινο αστέρι της δυναστείας των Μακεδόνων.

Ο Πλούταρχος αναφέρει αρκετούς δημόσιους άνδρες που κάηκαν, όπως στην περίπτωση των νεκρών της ναυμαχίας του Αρτεμισίου και την καύση του Ηφαιστίωνα φίλου του Μ. Αλέξανδρου. Επίσης ο Πύρρος, ο βασιλιάς της Ηπείρου, όταν μετά θάνατο κάηκε, η στάχτη του φυλάχθηκε στον ναό της θεάς Δήμητρας.

Ιστορικά, καύση των νεκρών συναντάμε και στην άλωση της Τροίας. Ο Όμηρος, που πολύ ποιητικά περιγράφει το θάνατο ως δίδυμο αδερφό του ύπνου, αναφέρει περιπτώσεις αποτέφρωσης όπου αποδίδονταν τιμές, επιτάφια τραγούδια και ύμνοι, όπως του Πατρόκλου, του Αχιλλέα, του Έκτορα και του Ηετίωνα πατέρα της Ανδρομάχης. Παρουσιάζει επίσης τον Βασιλιά της Πύλου Νέστορα, να προτρέπει τους Αχαιούς στην αποτέφρωση των νεκρών τους. Όπως αναφέρεται στην Ιλιάδα, μετά την ταφή ενός σημαντικού νεκρού ακολουθούσαν αγώνες. Το μεγαλύτερο μέρος της 23ης ραψωδίας της Ιλιάδας είναι αφιερωμένο στην περιγραφή των αγώνων που διοργανώθηκαν από τον Αχιλλέα για το θάνατο του Πάτροκλου. Οι αγώνες που διεξάγονταν στις κηδείες των ηρώων εμφανίζονται στην ομηρική ποίηση σαν ένα συνηθισμένο φαινόμενο της τότε ζωής, κάτι που συνεχίστηκε ως τις μέρες του Ησίοδου.

Μια άλλη περίπτωση αποτέφρωσης είναι εκείνη που αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, σύμφωνα με τον οποίο, ο νομοθέτης Σόλωνας είχε ορίσει μετά τον θάνατό του να καεί το σώμα του και να μεταφερθεί στη Σαλαμίνα. Εκεί έγινε και ο πρώτος διασκορπισμός τέφρας ακολουθώντας την επιθυμία του νομοθέτη Σόλωνα. Επίσης, ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο νομοθέτης της Σπάρτης Λυκούργος, μετά την δημιουργία των νόμων στην πόλη πήγε στην Κρήτη, όπου και πέθανε. Οι φίλοι του έκαψαν το σώμα του και διασκόρπισαν την στάχτη στη θάλασσα. Γενικά, στη λειτουργία της καύσης υπήρχε η συνήθεια να διασκορπίζουν τη στάχτη στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ή να την ρίχνουν στη θάλασσα.

Ο Στοβαίος Ι. αναφέρει ότι οι Κίοι της Μ. Ασίας αφού έκαιγαν τους νεκρούς μάζευαν τα οστά και τα τοποθετούσαν μέσα σε ένα γουδί όπου τα κονιορτοποιούσαν. Στη συνέχεια τα έβαζαν σε ένα πλοίο και όταν ξανοίγονταν στο πέλαγος, τα κοσκίνιζαν στον άνεμο. Ο Λουκιανός αναφέρει ότι τα έθιμα της ταφής διαφέρουν κατά έθνη. Ο Έλληνας καίει τον νεκρό, ο Πέρσης τον θάβει, ο Ινδός τον περιχρίει με υαλώδη ύλη, ο Σκύθης τον τρώει και ο Αιγύπτιος τον βαλσαμώνει.

Σε πολλούς πολιτισμούς η καύση του σώματος ενός νεκρού ήρωα ή πολεμιστή γινόταν με τιμές, καθώς θεωρείτο ότι ήταν ένας ταιριαστός και θεαματικός τρόπος ώστε να επιταχύνουν το ταξίδι του στον άλλο κόσμο, μια ρομαντική πίστη που διατηρήθηκε ακόμη και όταν η αποτέφρωση απερρίφθη από τη Χριστιανική Εκκλησία.

Στην Ινδία, ενώ αρχικά ακολουθούσαν και τους δύο τρόπους, με την πάροδο του χρόνου κράτησαν μόνο την καύση γιατί πίστευαν πως έτσι ευκολύνεται η ένωση της ψυχής με τα ουράνια σώματα. Η αποτέφρωση εφαρμοζόταν ευρέως και οι νεκροί, χωρίς φέρετρο, καίγονταν δημόσια σε νεκρικές πυρές. Στο παρελθόν, ήταν έθιμο για μια χήρα να πηδά στη νεκρική πυρά του συζύγου της και να κατατρώγεται από τις φλόγες. Αυτό το έθιμο κρίθηκε παράνομο τον 19ο αιώνα, αλλά ακόμη και σήμερα υπάρχουν τέτοιες μεμονωμένες περιπτώσεις.

Το κάψιμο στη νεκρική πυρά ήταν έθιμο και στη Ρώμη από το τέλος της Δημοκρατίας τον 1ο αιώνα π.Χ. μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. Λέγεται πως την υιοθέτησαν από τους Έλληνες ενώ τοποθετούσαν τις διακοσμημένες τεφροδόχους τους μέσα σε ειδικά θολωτά κτίρια που τα ονόμαζαν «columbaria».

Τον 3ο αι. μ.Χ. με τη ραγδαία διάδοση του Χριστιανισμού και τις αντιλήψεις περί της ανάστασης των νεκρών και της μέλλουσας κρίσης, άρχισαν να αλλάζουν τα ταφικά έθιμα και να κυριαρχεί η ολόσωμη ταφή των νεκρών.

Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος αποφάσισε με διάταγμα ότι ο Χριστιανισμός θα είναι η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, η αποτέφρωση άρχισε να εξαλείφεται και να αποκαθίσταται από το ιουδαϊκό έθιμο της ταφής.

Σε μερικές κοινωνίες υπήρξαν αντιρρήσεις στην αποτέφρωση επειδή το κάψιμο των νεκρών θεωρείτο ότι μολύνει την ιερή αρχή της φωτιάς. Αλλά και σε αρκετές χριστιανικές χώρες η αποτέφρωση απαγορευόταν για αιώνες, αν και τον 19ο αιώνα ακόμη και οι κληρικοί άρχισαν να φιλονικούν για αυτήν.

 

Στο Σήμερα

Η νεότερη ιστορία της αποτέφρωσης έχει τις ρίζες της στον 19ο αιώνα όταν ο Ιταλός καθ. Μπρουνέττι (Ludovico Brunetti) τελειοποίησε έναν κλίβανο αποτέφρωσης τον οποίο παρουσίασε στην Παγκόσμια Έκθεση της Βιέννης το 1873. Πολλοί επιστήμονες άρχισαν να βλέπουν την αποτέφρωση ως υγειονομική λύση στο πρόβλημα της ταφής και άλλοι ως σημαντικά οικονομικότερη. Το 1874 στο Μιλάνο της Ιταλίας το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε την εφαρμογή της αποτέφρωσης. Το 1878 λειτούργησε στην πόλη Γκόθα της Γερμανίας το πρώτο αποτεφρωτήριο, ενώ στις ΗΠΑ χτίστηκε το πρώτο το 1881 στην περιοχή την Νέας Υόρκης. Επίσης, το 1874 ιδρύθηκε ο Οργανισμός Αποτέφρωσης της Αγγλίας από τον γιατρό της Βασίλισσας Βικτωρίας σερ Χένρυ Τόμσον (Henry Thompson).

Tο 1884 όταν ο Δρ Ουίλιαμ Πράις (William Price), ένας εκκεντρικός άνθρωπος αποτέφρωσε το σώμα του βρέφους του γιου του, δικάστηκε για αυτή του την πράξη στο Ορκωτό Δικαστήριο του Κάρντιφ. Ακολούθησε η αθώωσή του όπου ξεκαθάριζε το δρόμο για την πρώτη «επίσημη» αποτέφρωση στην Αγγλία. Ένα χρόνο αργότερα, το 1885, έγινε η πρώτη δημόσια οργανωμένη και ελεγχόμενη αποτέφρωση στο Γουόκινγκ. Ενώ και ο ίδιος ο Πράις αποτεφρώθηκε όταν πέθανε το 1893. Ωστόσο, είναι λιγότερο από έναν αιώνα που η αποτέφρωση έγινε νόμιμη μετά από μακρά και πυρετώδη μάχη ώσπου έγινε επίσημη καθιέρωση όταν πέρασε το 1902 η Πράξη της Αποτέφρωσης (Cremation Act 1902).

Τον πρώτο καιρό υπήρξε μεγάλη αντίθεση και προκατάληψη και απαιτείτο προστασία της αστυνομίας σε μερικές αποτεφρώσεις. Τώρα όλα αυτά έχουν αλλάξει. Περισσότεροι άνθρωποι αποτεφρώνονται σήμερα στη Βρετανία παρά θάβονται. Στη Γαλλία η αποτέφρωση νεκρών επιτράπηκε με διάταγμα από το 1789, αλλά ρυθμίστηκε πληρέστερα με νόμο της 15ης Νοεμβρίου 1887. Στη Γερμανία διασφαλίζεται η αποτέφρωση με έναν συνδυασμό διατάξεων ως προς τον σεβασμό στη βούληση του αποθανόντος και με νόμο του 1934 περί αποτέφρωσης των νεκρών εξισώνεται με την ταφή. Στην Ισπανία το θέμα ρυθμίστηκε το 1945 με τον νόμο περί θρησκευτικής ελευθερίας. Ενώ πρόσφατα στις 8 Απριλίου 2016 ψηφίστηκε ομόφωνα και από την ολομέλεια της Βουλής της Κύπρου το νομοσχέδιο για την αποτέφρωση των νεκρών, ανοίγοντας την δυνατότητα επιλογής κάθε αποθανόντα.

Σήμερα πάνω από το 51% εκείνων των οποίων πεθαίνουν στη Βρετανία αποτεφρώνονται, ενώ υπάρχουν ήδη περισσότερα από 200 κρεματόρια στη χώρα. Το ίδιο ποσοστό αγγίζει και την Ελβετία, τη Σουηδία, την Ολλανδία, τη Νορβηγία και τη Δανία. Στην Ιαπωνία φτάνει το 99%, στην Αυστραλία το 48% και στις ΗΠΑ το 21%. Σημαντικό είναι πως η απαγόρευση των ρωμαιοκαθολικών αποτεφρώσεων άρθηκε το 1964. Οι ορθόδοξοι Εβραίοι, ωστόσο, ακόμη συνεχίζουν να αντιτίθενται στην αποτέφρωση.

Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού στον Ελλαδικό χώρο η ταφή επικράτησε της αποτέφρωσης. Η άποψη ότι ο νεκρός πρέπει να ενταφιάζεται δεν συνδέεται με κάποιο δόγμα, είναι απλώς αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης πρακτικής, ένα από τα βασικά χριστιανικά έθιμα, μια παράδοση αιώνων που δεν προσκρούει σε κάποιον ποινικό νόμο.

Το 1960 δημιουργήθηκε μεγάλη αναστάτωση όταν μετά το θάνατο του μαέστρου Δημήτρη Μητρόπουλου και την αποτέφρωσή του η εκκλησία αρνήθηκε να τελέσει νεκρώσιμη τελετή. Έγκριτοι θεολόγοι διαφοροποιήθηκαν από την επίσημη στάση της Εκκλησίας, υποστηρίζοντας την άποψη ότι το θέμα επιλογής της ταφής ή της αποτέφρωσης δεν είναι δογματικό αλλά καθαρά θέμα παράδοσης.

Σε μια παρόμοια περίπτωση με την τέφρα της κορυφαίας υψίφωνου Μαρίας Κάλλας αποδόθηκε νεκρώσιμη ακολουθία σε παρεκκλήσι του Παρισιού και διασκορπίστηκε, κατά την επιθυμία της, η τέφρα της στο Αιγαίο Πέλαγος.

Το ίδιο και ο ζωγράφος Παύλος Μοσχίδης είχε ως επιθυμία η σορός του να αποτεφρωθεί, η καύση πραγματοποιήθηκε στη Σόφια και η μισή τέφρα του σκορπίστηκε σε ποταμό της βουλγαρικής πρωτεύουσας και η υπόλοιπη στο Αιγαίο Πέλαγος.

Υπήρξαν αρκετοί δήμοι που τάχθηκαν υπέρ της αποτέφρωσης στην χώρα μας, μιας και οι πρωτοβουλίες που άρχισαν το 1987 οδήγησαν στο 2006, όπου ψηφίστηκε ο σχετικός νόμος για την αποτέφρωση (3448/2006, άρθρο 35), ενώ ακολούθησε το Προεδρικό Διάταγμα της 23ης Μαρτίου 2009, όπου εξειδικεύτηκαν οι προϋποθέσεις αποτέφρωσης νεκρών. Μετά από 13 χρόνια από την πρώτη ψήφιση του νομοσχεδίου για την καύση των νεκρών ξεκίνησε η λειτουργία του αποτεφρωτηρίου στην Ριτσώνα, της Εύβοιας. Αυτή τη στιγμή, το μοναδικό αποτεφρωτήριο που λειτουργεί στην Ελλάδα είναι ιδιωτικό. Ωστόσο, δύο δήμοι έχουν κάνει σχέδια για δημιουργία αντίστοιχων κέντρων: οι δήμοι Πατρέων και Αθηναίων.

Σε πολλές χώρες οι τέφρες από τα αποτεφρωμένα σώματα διατίθενται με διάφορους τρόπους σύμφωνα με τα εκάστοτε έθιμα. Τα υπολείμματα μιας Ινδικής νεκρικής πυράς τοποθετούνται μέσα σε ποτάμι, συνήθως τον ιερό ποταμό Γάγγη. Οι Ινδιάνοι Ντίγκερ πασαλείβουν τις στάχτες με μια κολλώδη ουσία από φλοιό δέντρων και θάμνων, που την αποκαλούν κόμμι και την τοποθετούν πάνω στα κεφάλια των πενθούντων. Στην Ευρώπη και την Αμερική οι τέφρες αποθηκεύονται σε τεφροδόχους, θάβονται μέσα στη γη ή σε τάφους μέσα σε μια εκκλησία, ή την ρίχνουν στους ανέμους, ή την σκορπίζουν σε έναν κήπο θύμησης. Η αποτέφρωση δίνει την λύση στο υγιειονομικό πρόβλημα που ανησυχούσε τους μεταρρυθμιστές του 19ου αιώνα, μια που ακόμη και το σκόρπισμα της τέφρας αποδεσμεύει ακόμη και από το πρόβλημα αποθήκευσης και χώρου ταφής. Η πλατιά διαδεδομένη αποδοχή της θέτει ένα τέλος στους τάφους και τα μνημεία για τους νεκρούς, στην ανακύκλωση του πόνου, που είναι ένα χαρακτηριστικό του δυτικού Ευρωπαϊκού Χριστιανικού πολιτισμού για τόσες εκατοντάδες χρόνια.

Ευτυχώς, η αποτέφρωση των νεκρών, τυγχάνει σήμερα μεγάλης προτίμησης σε όλο τον κόσμο, αφού απαλλάσσει τις οικογένειες των νεκρών από το θλιβερό γεγονός της υποχρεωτικής εκταφής της σορού και από τα έξοδα κατασκευής αλλά και συντήρησης ενός τάφου. Παράλληλα, δεν επιβαρύνει το ήδη επιβαρημένο περιβάλλον των νεκροταφείων, τα περισσότερα εκ των οποίων βρίσκονται εντός του οικιστικού ιστού των πόλεων.

 

Η Εσωτερική Ερμηνεία

Αν θελήσουμε να την προσεγγίσουμε από μια πιο εσωτερική άποψη, η αποτέφρωση, θεωρείται πως είναι αναγκαία για δύο κυρίως λόγους. Επιταχύνει την απελευθέρωση των λεπτότερων φορέων του ανθρώπου οι οποίοι, περιβάλλουν ακόμα την ψυχή και μετά τον θάνατο, διαχωρίζοντάς τους από τον αιθερικό φορέα, επιφέροντας έτσι την αποδέσμευση σε λίγες ώρες αντί σε λίγες ημέρες. Είναι απαραίτητη επίσης και για τον εξαγνισμό, την κάθαρση του αστρικού φορέα και την εξάλειψη της επιθυμίας για επιστροφή και προσκόλληση στο υλικό πεδίο, κάτι που δυσχεραίνει την ενσαρκωμένη ψυχή. Η φωτιά έχει την ικανότητα να απωθεί την επιθυμία της μορφής και είναι από μόνη της έκφραση της θεότητας, με την οποία το αστρικό πεδίο δεν έχει κάποια αληθινή σχέση, μια που το αστρικό είναι δημιούργημα της κατώτερης και όχι της θεϊκής όψης της ψυχής. Ούτως ή άλλως ο Θεός της Βίβλου είναι η «αναλωτική πυρά», η πρώτη θεϊκή όψη, εκείνη του καταστροφέα της μορφής που μπορεί και αποδεσμεύει τη ζωή.

Ωστόσο, η φωτιά, εκτός από τις καθαρτικές και καταστροφικές της ιδιότητες διαθέτει και την δύναμη της έλξης, η οποία αντιπροσωπεύει την δύναμη της Αγάπης. Τούτη η όψη της αγάπης και της έλξης προς την θεότητα είναι μέρος της «Τέχνης του Θανάτου», όπως αναφέρεται σε διάφορες εσωτερικές παραδόσεις. Η ψυχή στην ώριμη ενσαρκωμένη της ηλικία, στρέφει το βλέμμα της προς την θεότητα δημιουργώντας έτσι το μονοπάτι που θα την οδηγήσει σε υψηλότερες επικράτειες του πνεύματος, όταν επέλθει ο φυσικός θάνατος και η ψυχή απελευθερωθεί από το σώμα.

Τα Ιερά βιβλία των Ινδουιστών αναφέρουν ότι το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από 4 στοιχεία Γη, Νερό, Αέρα και Φωτιά. Όταν πεθάνει κάποιος πρέπει να επιστρέψει σε αυτά όσο γίνεται πιο γρήγορα. Η καύση θεωρείται η καλύτερη μέθοδος για αυτό. Η ταφή στο έδαφος, κατά την Χριστιανική παράδοση, είναι η επιστροφή του σώματος στο στοιχείο της Γης. Η ταφή στο ποτάμι, που συναντάμε στην Ινδία, είναι η επιστροφή στο στοιχείο του Νερού. Το νεκρικό σώμα πάνω σε λόφο, που κατασπαράζεται από τα όρνεα ως κατοίκους του αέρα, είναι ένα τυπικό που πραγματοποιείται στην περιοχή του Θιβέτ και επιτρέπει την επιστροφή στο στοιχείο του Αέρα. Και τέλος η καύση, είναι η επιστροφή του σώματος στο στοιχείο της Φωτιάς.

Η καύση των νεκρών είναι άσχετη με την πορεία της ψυχής του ανθρώπου στην απέραντη αιωνιότητα. Η ψυχή είναι άυλη, αθάνατη κατά τη χριστιανική πίστη, και δεν θίγεται η παντοδυναμία του Θεού να αναστήσει τα φθαρμένα σώματα μετά θάνατον.

 

Υποστήριξη από την Επιστήμη

Το κύριο επιχείρημα για την αποτέφρωση ήρθε από εκείνους που ήταν τρομοκρατημένοι από τις ανθυγιεινές συνθήκες που δημιουργούνται στις πόλεις από το έθιμο της ταφής. Τα προβλήματα που προκαλούνται από την αποχέτευση των εκκλησιών και των κοιμητηρίων, το χάσιμο της γης μέσα και γύρω από τις πόλεις και τα χωριά, εκθέτονται σε ένα βιβλίο από τον ΄Εντγουιν Τσαντγουίκ (Edwin Chadwick), με τίτλο, «Μια Ειδική Έρευνα στην Πρακτική του Περιορισμού στις Πόλεις», που εκδόθηκε το 1843. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα πολλοί γιατροί και χημικοί, ιδιαίτερα στην Ιταλία και Ελβετία, σύστηναν την αποδοχή της αποτέφρωσης. Ένα συνέδριο στο Μιλάνο το 1874 έκανε αίτηση στη Βουλή των Εκπροσώπων για μια ρήτρα που να επιτρέπει την αποτέφρωση. Τον ίδιο χρόνο έχοντας ιδρυθεί η Εταιρεία Αποτέφρωσης της Αγγλίας, προωθήθηκε η πρακτική της αποτέφρωσης με την εξής ανακοίνωση. «Αποδοκιμάζουμε το παρόν έθιμο της καύσης των νεκρών», δήλωνε, «και επιθυμούμε να υποκαταστήσουμε κάποιο τρόπο που ραγδαία θα διέλυε το σώμα στα συστατικά του στοιχεία με μια διαδικασία η οποία δεν μπορεί να προσβάλλει την ζωή, ενώ θα καθιστά τα υπολείμματα εντελώς αβλαβή. Μέχρι να εφευρεθεί κάποια καλύτερη μέθοδος, επιθυμούμε να αποδεχτούμε αυτήν που είναι γνωστή ως αποτέφρωση».

Η απώλεια ενός αγαπημένου μας προσώπου θα είναι για πάντα οδυνηρή. Μπορούμε, κάτω από όλες τις συνθήκες, να διατηρούμε την αξιοπρέπειά μας, τη θρησκευτική μας ελευθερία και έχοντας το δικαίωμα της επιλογής να ικανοποιούμε το αίτημα του εκλιπόντος για ταφή ή καύση. Και αυτό είναι ιδιαίτερα αναγκαίο στο δυτικό κόσμο, όπου υπάρχει μεγάλο εύρος χρόνιας εκμετάλλευσης επάνω στον πόνο που προκαλείται από την απουσία του θανόντα στους αγαπημένους και συγγενείς του. Ίσως αυτή η ελευθερία επιλογής να διευρύνει περισσότερο την άποψη που έχουμε για τον θάνατο, για την μετά θάνατο ζωή, για την απελευθέρωση της ψυχής, για την απαρχή ενός νέου κύκλου δράσης και εμπειριών στον κύκλο της αναγέννησης και για μια θεώρηση της Ζωής πέρα από τα όρια της ύλης.

 

Βιβλιογραφία

• Daniel, G. Ε., Man, Myth & Magic.
• Μπέιλι, Αλίκη, Εσωτερική Θεραπευτική, «Lucis Press Limited», 1999.

 

Σύνδεσμος

Επιτροπή για το δικαίωμα της αποτέφρωσης των νεκρών στην Ελλάδα


Τ.Α.,Ι.Φ.