Μορφές

Απολλώνιος ο Τυανέας

Σημαντική μορφή για την εποχή του ο Απολλώνιος ο Τυανέας, όχι μόνο για τον παγανιστικό κόσμο, αλλά και για το μεσαιωνικό Ισλάμ, την πίστη Μπαχάι και τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, φαίνεται να υπάρχει κινούμενος διαρκώς ανάμεσα στον μύθο και την ιστορία. Η ύπαρξή του και οι απόψεις του έγιναν αντικείμενο έντονων συζητήσεων στο ευρωπαϊκό μεσαίωνα και την αναγέννηση, έως την εποχή του Διαφωτισμού, όπου λίγο-πολύ καθιερώθηκε ως πρόμαχος μιας παγκόσμιας θρησκείας της Λογικής.

Ο Aπολλώνιος Τυανέας περίπου 15 - 100[1] υπήρξε σημαντικός νεοπυθαγόρειος φιλόσοφος ο οποίος φέρεται ότι γεννήθηκε στα Τύανα της Καππαδοκίας στις αρχές του πρώτου αιώνα. Σύμφωνα με τον Βίο του, που μας παρέδωσε ο Φιλόστρατος, υπήρξε θερμός οπαδός της πυθαγόρειας φιλοσοφίας, την οποία όχι απλώς μελέτησε με δάσκαλο τον Εύξενο της Ηράκλειας, αλλά και δεν έπαψε ποτέ να ακολουθεί τις αρχές της σε όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του. Φέρεται, επίσης, ότι τρέφονταν αποκλειστικά με καρπούς και βότανα, ενώ δεν έπινε καθόλου κρασί. Τα ρούχα του ήταν φτιαγμένα αποκλειστικά από φυτικές ίνες, περπατούσε ξυπόλυτος και άφηνε τα μαλλιά του μακριά. Αν και όλοι οι μαθητές του τον είχαν εγκαταλείψει, φοβούμενοι τη μετάβασή τους «στη χώρα της μαγείας», σε ένα ταξίδι του συνάντησε τον Δάμι, ο οποίος φέρεται ότι έγινε ο πιο πιστός του μαθητής και από τότε τον συνόδευε σε όλα του τα ταξίδια.

Apollonius of Tyana
Απολλώνιος ο Τυανέας σε χαρακτικό του 
August Baumeister[2]

Οι σύγχρονοι του συμφωνούν ομόφωνα ότι υπήρξε ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η αινιγματική φυσιογνωμία του θεωρείται ισότιμη με μορφές όπως του Πυθαγόρα, του Ορφέα, του Εμπεδοκλή και άλλων, ενώ συχνά γίνεται αναφορά στο ιδεώδες ενός εθνικού φιλοσόφου σε αντιπαραβολή με την προσωπικότητα του Χριστού. Η λατρεία του κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων μετά τη γέννηση του Χριστού ήταν ανάλογη με εκείνη του θεού. Εκτός από τα Τύανα όπου αναφέρεται ναός του[3], φαίνεται ότι αυτοκράτορες όπως ο Καρακάλλας (211-216) και ο Αυρήλιος (222-235) είχαν ιδρύσει ναούς προς τιμήν του, αν και υφίσταται η άποψη πως οι ναοί προϋπήρχαν τουλάχιστον της βασιλείας του Καρακάλλα. ενώ ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος (222-235) είχε τοποθετήσει και έναν ανδριάντα του δίπλα στις εικόνες του Χριστού, του Αβραάμ και του Ορφέα που υπήρχαν στην οικία του[4]. Την αξία της προσωπικότητάς του είχαν αναγνωρίσει και διάφοροι ιστορικοί και συγγραφείς μεταξύ των οποίων και πολλοί Πατέρες όπως ο Αγ. Ιερώνυμος. Ακόμη και την εποχή του Βυζαντίου, αιώνες μετά, το όνομα του εξακολουθούσε να χαίρει μεγάλου σεβασμού στους κύκλους των συγγραφέων της εποχής.

Όταν έγινε 14 ετών o πατέρας του τον έστειλε στην Ταρσό, στον ρήτορα Ευθύδημο τον Φοίνικα, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε τις φιλολογικές μελέτες για να αφοσιωθεί στη μελέτη της πλατωνικής φιλοσοφίας [5]. Από τους ιερείς του ναού του Ασκληπιού στις Αιγές διδάχτηκε τα μυστικά της θεραπείας των αρρώστων μέσω του θεού της ιατρικής. Αφού πέρασε πέντε ολόκληρα χρόνια τηρώντας ευλαβικά την αρχή της πυθαγόρειας σιωπής, σύμφωνα με την οποία όφειλε απλώς να ακούει και να διδάσκεται, δίχως να αποκαλύπτει τις γνώσεις του ή να εκφράζει οποιαδήποτε γνώμη, ξεκίνησε μια σειρά από ταξίδια σε διάφορα μέρη φτάνοντας έως και τη μακρινή Ινδία. Πρώτος του σταθμός ήταν η Αντιόχεια ενώ αργότερα επισκέφτηκε και τη νότια Παλαιστίνη, όπως μας πληροφορεί ο Φιλόστρατος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν επισκεπτόταν πολυσύχναστες μεγαλουπόλεις αλλά ήσυχους τόπους μακριά από την οχλοβοή των πόλεων. Κατά την ανατολή εκτελούσε κάποιες θρησκευτικές ασκήσεις για τις οποίες δεν μιλούσε σε κανέναν εκτός από εκείνους που είχαν βιώσει μια ανάλογη εμπειρία πολυετούς εξάσκησης της πυθαγόρειας σιγής. Σύμφωνα με τον ίδιο η ανατολή του ήλιου είναι η ώρα που πρέπει να αφιερώνει ο μύστης στην επικοινωνία του με τους θεούς, οι ώρες μέχρι το μεσημέρι οι πιο κατάλληλες για να διδάσκει ή να δέχεται διδασκαλία και το απόγευμα η μόνη κατάλληλη για να ασχολείται με καθημερινά ζητήματα. Συνήθιζε δε, αφού ολοκλήρωνε τα καθημερινά του καθήκοντα, να πλένεται με κρύο νερό όπως και οι Εσσαίοι.

Σε ηλικία 30 ετών φέρεται ότι αποφάσισε να επισκεφτεί τη μακρινή Ινδία [6]. Πρώτος σταθμός αυτού του μακρινού ταξιδιού φαίνεται πως ήταν η Νίνος, η αρχαία Νινευί, όπου και συνάντησε τον Δάμι, τον πιστό του μαθητή και σύντροφο έκτοτε σε όλα του τα ταξίδια [7]. Επόμενη στάση του υπήρξε η Βαβυλώνα όπου σύμφωνα με τη διήγηση του Δάμι μυήθηκε από τους Χαλδαίους και τους μάγους. Αφού παρέμεινε εκεί ενάμιση χρόνο, στη συνέχεια, ακολουθώντας τις όχθες του Ινδού ποταμού κατέληξε στις πεδιάδες του Γάγγη στην Ινδία όπου επισκέφτηκε το «μοναστήρι των σοφών». Εκεί λέγεται ότι παρέμεινε τέσσερεις μήνες, αν και η σύγχρονη έρευνα αμφισβητεί πως έκανε αυτό το ταξίδι, διαμένοντας σε όλη τη ζωή του στο ανατολικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[8].

Επιστρέφοντας από την Ινδία, αναφέρεται ότι επισκέφτηκε αμέσως το ιερό της Παφίας Αφροδίτης στην Κύπρο, τον αρχαιότερο ναό της θεάς στον ελλαδικό χώρο, της οποίας η λατρεία είχε ως κύριο χαρακτηριστικό τη συμβολική απεικόνιση της θεάς Αφροδίτης πάνω σε μυστηριώδη πέτρα που είχε το μέγεθος ανθρώπινου σώματος και τη μορφή ενός καρπού ελάτου με λεία επιφάνεια. Ο φιλόσοφος παρέμεινε στην Πάφο επί μακρόν, διδάσκοντας στους εκεί ιερείς τα μυστικά της λατρείας της. Στο Ασκληπιείο της Περγάμου επιδόθηκε στην επιτυχή θεραπεία πολλών ασθενών, ενώ δίδαξε στους ιερείς τρόπους ερμηνείας των ενυπνίων με σκοπό τη θεραπεία [9].

Στη Λέσβο, κατά την επίσκεψή του στον αρχαίο μυστηριακό ναό του Ορφέα, συνάντησε θερμή υποδοχή από τους ιερείς. Ο ίδιος τους βοήθησε να ανακτήσουν τον ενθουσιασμό τους, υπενθυμίζοντας τη βαθύτερη σημασία των μυστηρίων του Διονύσου. Κατόπιν αυτού μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια των Αθηνών με σκοπό να τα επαναφέρει στην προηγούμενή τους πληρότητα[10]. Το επιμορφωτικό του έργο συνεχίστηκε και σε άλλες περιοχές εντός και εκτός Ελλαδικού χώρου, όπως η Κρήτη, η Ρώμη, η Ισπανία, η Ρόδος, η Αλεξάνδρεια και η Αιθιοπία. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα επισκέφτηκε μια σειρά από πανάρχαιους ναούς και μνημεία με σκοπό την εκπλήρωση της υπόσχεσης που είχε δώσει στους δασκάλους του, που ήταν η αναβίωση και ανάκτηση της αξιοπιστίας των αρχαίων παρακμασμένων μυστηρίων[11].

 

Η Επιστήμη της Θρησκείας

Ο Απολλώνιος, μορφή γνωστή ακόμα και στον μεσαιωνικό ισλαμικό κόσμο. εμφανίζεται στην αραβική λογοτεχνία ως Balīnūs (η Balīnās ή Abūlūniyūs). Οι 'Aραβες εσωτεριστές τον αποκαλούσαν "Κύριο των φυλακτών" (Ṣāḥib aṭ-ṭilasmāt) και αφηγούνταν ιστορίες για τα επιτεύγματά του στην κατασκευή φυλακτών. Τον εκτιμούσαν επίσης ως κύριο της Αλχημείας και συνεχιστή της ερμητικής γνώσης[12].

Συνεπώς, δεν υπήρξε φιλόσοφος με τη σύγχρονη έννοια του όρου, δηλαδή ο θεωρητικός που με τη βοήθεια της διάνοιας χτίζει ένα σύστημα ηθικών κανόνων και το ακολουθεί, αλλά με την πυθαγόρεια σημασία της λέξης. Όπως το θέτει o James Francis «ο Απολλώνιος φαίνεται πως ήταν περιπλανώμενος ασκητής φιλόσοφος αρκετά συχνό φαινόμενο στο ανατολικό τμήμα της πρώιμης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» [13]. Βάσει των παραπάνω, η θρησκεία για τον Απολλώνιο δεν ήταν απλώς πίστη αλλά μία επιστήμη και μάλιστα η ανώτερη από όλες. Αν και παραδέχονταν τις διαφορές των θρησκειών ως προς τους εξωτερικούς τύπους, δηλαδή το τυπικό, τη λατρεία και την πίστη, ωστόσο κάτω από αυτούς διέκρινε το ενιαίο πνεύμα της αιώνιας και αμετάβλητης αλήθειας.

Το ενδιαφέρον για τον Απολλώνιο ως εκπρόσωπο κάποιας θρησκείας αναζωπυρώθηκε στις αρχές του 16ου αι. στην Ευρώπη, αλλά μέχρι και τον Διαφωτισμό υπερίσχυε η εκκλησιαστική άποψη που τον περιέγραφε ως δαιμονικό μάγο και μεγάλο εχθρό της εκκλησίας που συνεργαζόταν με τον διάβολο και προσπαθούσε να συντρίψει τον χριστιανισμό[14]. Οι συγκρίσεις ανάμεσα στον Απολλώνιο και τον Ιησού έγιναν κοινός τόπος στον 17ο και τον 18ο αιώνα, στα συμφραζόμενα της πολεμικής γύρω από το ζήτημα του[15]. Αρκετοί υπέρμαχοι του διαφωτισμού και του ντεϊσμού τον είδαν ως πρόδρομο των ηθικών και θρησκευτικών ιδεών τους. Ουσιαστικά τον είδαν ως πρόμαχο μιας παγκόσμιας θρησκείας συγκρίσιμη με τη Λογική.

Ως μύστης δε συνήθιζε να κάνει διακρίσεις μεταξύ φυλών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων[16]. Εκτός από αυτό, ως πρακτικός φιλόσοφος και μυημένος, γνώριζε τους νόμους και τη δυναμικότητα τόσο της ανθρώπινης ψυχής όσο και της εκδηλωμένης φύσης. Αυτός είναι και ο λόγος που του αποδίδονταν πράξεις και ικανότητες οι οποίες άπτονται του υπερφυσικού. Ειδικά η προσευχή για τον Απολλώνιο δεν ήταν ένα απλό εργαλείο υπενθύμισης στους θεούς των αναγκών μας για να τις πραγματοποιήσουν, αλλά μια συνειδητή πράξη θέλησης και συγκέντρωσης των ψυχικών δυνάμεων, για τη δημιουργία του αόρατου συνδέσμου μεταξύ ψυχής και πνευματικού κόσμου, ενός πολύ σημαντικού, κατά τον φιλόσοφο, παράγοντα για την εκπλήρωση ενός στόχου[17].

Ωστόσο, αυτό που ανέδειξε τον Απολλώνιο σε ύψιστη μορφή του πνευματικού κόσμου δεν ήταν η ικανότητα του να θαυματουργεί ή να θεραπεύει. Σύμφωνα με τα λόγια του φιλοσόφου στον Τελεσίνο, κατά τη συνάντησή του με τον Ρωμαίο φιλόσοφο και πρόξενο[18], η Σοφία αποτελεί ένα είδος θεοποίησης της ανθρώπινης φύσης, μια μόνιμη κατάσταση διαρκούς έμπνευσης προερχόμενης από τους θεούς (θειασμός). Το ανώτερο εγώ του (δαίμονας) ήταν σε τέτοιο βαθμό ανεπτυγμένο, που είχε πλήρη επίγνωση των φυσικών διεργασιών. Οι οπαδοί της πυθαγόρειας και πλατωνικής φιλοσοφίας με τον όρο «δαίμονα» αναφέρονταν στο Ανώτερο Εγώ της σημερινής θεοσοφίας, δηλαδή στην υψηλότερη πνευματική αρχή του ανθρώπου. Στη διάρκεια της ζωής του ο Απολλώνιος είχε κατηγορηθεί πολλές φορές ότι οι προφητικές του ικανότητες ήταν έργο κατώτερων πνευμάτων και ότι ο ίδιος ήταν ένας επαγγελματίας θαυματοποιός. Στην πραγματικότητα όμως «αποστρέφονταν» αυτές τις τέχνες και θεωρούσε ότι οι ικανότητες του είχαν ως πηγή τους τον ίδιο τον Θεό που αποκαλύπτει τη σοφία του στους μυημένους.

Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο ενώ ήταν πολύ αυστηρός με τον εαυτό του όσον αφορούσε στην τήρηση του πυθαγορικού βίου, σέβονταν τις ατομικές ελευθερίες και δεν προσπάθησε ποτέ να επιβάλλει αυτές τις αρχές με τη βία, ακόμη και αν αυτός ήταν ο μόνος δρόμος προς την πνευματική τελείωση. Η αγάπη του για τη φιλοσοφία δεν τον οδήγησε στην ερημική ζωή. Αντιθέτως, θεωρούσε εγωιστική την απομάκρυνση από την κοινωνία με σκοπό την ατομική σωτηρία της ψυχής, και πίστευε ότι ο μύστης πρέπει να βρίσκεται κοντά στους συνανθρώπους του, να διδάσκει και να διδάσκεται από αυτούς. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο φιλόσοφος άνοιξε μια σχολή στην Έφεσο. Πέθανε σε ηλικία περίπου 90 ετών.

 

Σημειώσεις

[1] Για τις διάφορες ημερομηνίες βλ. Maria Dzielska 1986, Apollonius of Tyana in Legend and History, Rome, σσ. 30–38.
[2] Χαρακτικό σε ατσάλι του August Baumeister, εκδ. Denkmaler des klassischen Altertums, vol. I. 1885, σ. 109, από ρωμαϊκό μπρούντζινο μετάλλιο του 4ου αι. Στην Αίθουσα Μεταλλίων, Παρίσι. Το μετάλλιο υπάρχει επίσης στο Jas Elsner 2007, Roman Eyes: Visuality and Subjectivity in Art and Text, Princeton University Press, σ. 227, εικ. 9.1
[3] Philostratus, The Life of Apollonius of Tyana, tr. F.C. Conybeare, [1912], at sacred-texts.com. Βλ. Εισαγωγή.
[4] Σημείωση του Conybeare στην εισαγωγή της μετάφρασης του έργου του Φιλόστρατου.
[5] Rob Solarion, 2005, Apollonius of Tyana and the Shroud of Turin, AuthorHouse, σ. 109.
[6] Για εκτεταμένη ιστορική ανάλυση βλ. Osmond De Beauvoir Priaulx, «The Indian Travels of Apollonius of Tyana», The Journal of the Royal Asiatic Society of Great Britain and Ireland, Vol. 17, 1860, σσ. 70-105.
[7] Christopher P. Jones «Apollonius of Tyana's Passage to India» Greek, Roman, and Byzantine Studies 42 (2001) 185–199. [8] Maria Dzielska 1986, Apollonius of Tyana in Legend and History, Rome, σσ. 51-84, 186-187.
[9] Στις χριστολογικές συζητήσεις του 420-430 ο Ασκληπιός, όπως και ο Απολλώνιος αποτελούν ανάλογο του Ιησού. Υπό αυτή την οπτική γωνία γίνεται κατανοητή η αφήγηση της παρουσίας του Απολλώνιου στους τόπους λατρείας του Ασκληπιού. Βλ. Christopher P. Jones, 2014, Between Pagan and Christian, Harvard University Press, USA, σ. 195.
[10] Για την επίσκεψή του στη Λέσβο και άλλα νησιά βλ. G.R.S. Mead,2014 reprint Apollonius of Tyana, SECTION 8 - The Travels of Apollonius.
[11] Βλ. Everett Ferguson, (ed) 1990, Encyclopedia of Early Christianity, Vol 1. Routledge, σ. 81.
[12] Martin Plessner 1960, «Balinus», The Encyclopaedia of Islam, vol. 1, Leiden σσ. 994-995.
[13] James A. Francis: «Truthful Fiction: New Questions to Old Answers on Philostratus' Life of Apollonius», American Journal of Philology, 119 (1998) σ. 419.
[14] Maria Dzielska 1986, σσ. 193-204.
[15] Maria Dzielska 1986, σσ. 204-209.
[16] Albert Réville, Apollonius of Tyana, the pagan Christ of the third century: an essay, John Camden Hotten, London σ. 32.
[17] G.R.S. Mead, 2014 reprint Apollonius of Tyana, SECTION XV - From His Sayings and Sermons.
[18] Graham Anderson 1994, Sage, Saint and Sophist: Holy Men and Their Associates in the Early Roman Empire, Routledge, σ. 123.

 

 Βιβλιογραφία

   • Anderson, Graham, Sage, Saint and Sophist: Holy Men and Their Associates in the Early Roman Empire,
     Routledge 1994.
   • De Beauvoir Priaulx Osmond, «The Indian Travels of Apollonius of Tyana», The Journal of the Royal Asiatic
     Society of Great Britain and Ireland
, Vol. 17, 1860, σσ. 70-105
   • Dzielska, Maria, Apollonius of Tyana in Legend and History, Rome 1986.
   • Elsner, Jas, Roman Eyes: Visuality and Subjectivity in Art and Text, Princeton University Press, Princeton 2007.
   • Ferguson, Everett (ed), Encyclopedia of Early Christianity, Vol 1. Routledge 1990.
   • Francis, James A. «Truthful Fiction: New Questions to Old Answers on Philostratus' Life of Apollonius», American
     Journal of Philology
, 119 (1998).
   • Jones. Christopher P. «Apollonius of Tyana's Passage to India» Greek, Roman, and Byzantine Studies 42
     185–199 (2001).
   • Jones, Christopher P. Between Pagan and Christian, Harvard University Press, USA 2014, σ. 195
   • Philostratus, The Life of Apollonius of Tyana, ed. Christopher P. Jones, vol. 1 (Books I-IV) and 2 (Books V-VIII),
     Harvard University Press, Cambridge (Mass.) 2005 (Loeb Classical Library no. 16 and no. 17).
   • Martin Plessner, «Balinus», The Encyclopaedia of Islam, vol. 1, Leiden 1960.
   • G.R.S. Mead, reprint Apollonius of Tyana, διαθέσιμο online The G. R. S. Mead Collection 2014.  
   • Réville, Albert, Apollonius of Tyana, the pagan Christ of the third century: an essay,John Camden Hotten,
     London 1866.

 

K.K.