Θρησκεία

Ο Φιλόσοφος και Θεολόγος Θωμάς Ακινάτης

Θωμάς Ακινάτης (Tommaso d' Aquino), φιλόσοφος και θεολόγος, μέλος του Τάγματος των Δομινικανών Μοναχών, θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της σχολαστικής φιλοσοφίας κατά τον Μεσαίωνα, προάγγελος ενός αναγεννησιακού πνεύματος.

Το φιλοσοφικό του σύστημα αποτελεί μία σύνθεση χριστιανικής θεολογίας και φιλοσοφικών διδασκαλιών του Αριστοτέλη, συνδυάζοντας επιπλέον στοιχεία άλλων ρευμάτων, όπως ο στωικισμός και ο νεοπλατωνισμός, αλλά και διδασκαλίες του Αυγουστίνου και του Βοήθιου[1]. Με τον Θωμά Ακινάτη (13ος αιώνας) η αίγλη του Αριστοτέλη έφτασε στο απόγειό της και το αριστοτελικό σύστημα αποτέλεσε τη βάση της εκπαίδευσης στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, μέχρι και τον 17ο αιώνα[2].

Ο Ακινάτης κατείχε εξέχουσα θέση ανάμεσα στους μεσαιωνικούς στοχαστές της Δυτικής Ευρώπης, όχι μόνο για τη θεολογική αλλά και για τη φιλοσοφική του σκέψη[3]. Κανείς περισσότερο από αυτόν δεν συνέβαλε στο να συγκροτηθεί η θεολογία ως επιστήμη, θεμελιωμένη σε ανώτερες αρχές, οι οποίες απορρέουν από τον Θεό και μεταδίδονται στους ανθρώπους μέσω της πίστης[4].

Η φιλοσοφική του σκέψη άσκησε τεράστια επιρροή και στη μετέπειτα χριστιανική θεολογία, ειδικά της Καθολικής Εκκλησίας, διευρύνοντας τη δυτική φιλοσοφική σκέψη[5]. «Αγγελικός Διδάσκαλος» (Doctor Angelicus), «Οικουμενικός Διδάσκαλος» (Doctor Universalis), «Διδάσκαλος της Εκκλησίας» (Doctor of the Church) είναι τίτλοι που η Καθολική Εκκλησία τιμητικά του αποδίδει.

Ένα από τα σημαντικότερα έργα του υπήρξε η προσπάθεια να θέσει τη φιλοσοφία στην υπηρεσία της θεολογίας. Αντιπροσωπεύει έναν από τους κύριους θεολογικούς και φιλοσοφικούς πυλώνες της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ θεωρείται ο συνδετικός κρίκος του χριστιανισμού με την κλασική φιλοσοφία, η οποία έχει τα θεμέλιά της στον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη[6].

Στην επιστημονική προσέγγιση και τη μεταφυσική, καθώς και στη σχέση φιλοσοφίας, θεολογίας και φυσικών επιστημών, ο Ακινάτης ήταν βαθειά επηρεασμένος από τον δάσκαλό του Αλβέρτο τον Μέγα (Albertus Magnus)[7]. Επωφελούμενος δε από τις αριστοτελικές διδασκαλίες των Αράβων, συνέλαβε την ιδέα της συστηματικής οργάνωσης της γνώσης σε συμφωνία με τη δομή του Όντος -από τη γνώση του Θεού μέχρι τη γνώση της πολιτικής τάξης[8].

Είναι γεγονός ότι ανέπτυξε ένα θεολογικο-φιλοσοφικό σύστημα ιδεών εκ των πλέον σημαντικών, επίσημα αναγνωρισμένο από τον Καθολικό αλλά και τον ευρύτερο κόσμο, μέχρι σήμερα. Εντρύφησε στις διδασκαλίες της εποχής του και τις επεξεργάστηκε, θέτοντας ως στόχο την ανάδειξη της ενότητας ανάμεσα στη φύση και το πνεύμα, στη λογική και την πίστη[9].

 

Ο Βίος του Συνοπτικά

Ο Ακινάτης γεννήθηκε το 1224 (ή το 1225), στο Ακουίνο, εξού και το όνομά του, βόρεια της Νάπολης, από αριστοκρατική οικογένεια. Έκανε τις πρώτες σπουδές του στο αβαείο των Βενεδικτίνων Μοναχών του Μόντε Κασσίνο. Έπειτα ακολούθησε το πανεπιστήμιο της Νάπολης, ένα από τα ελάχιστα νέα πανεπιστήμια της Ευρώπης, που δινόταν έμφαση στη φυσική φιλοσοφία και τη μελέτη των έργων του Αριστοτέλη. Στη Νάπολη, ήλθε σε επαφή και με το Τάγμα των Δομινικανών Μοναχών, στο οποίο εντάχθηκε το 1244, για να υπηρετήσει με αφοσίωση ολόκληρη τη ζωή του, ως απλό μέλος, χωρίς να δεχθεί τις ανώτερες θέσεις που κατά καιρούς του είχαν προταθεί.

Aquino

Το 1245 πήγε στο Παρίσι, στο μοναστήρι του Αγίου Ιακώβου (Saint-Jacques), το μεγάλο πανεπιστημιακό κέντρο των Δομινικανών, όπου συνέχισε τις σπουδές του υπό την εποπτεία του Μεγάλου Αλβέρτου, τον οποίο συνόδευσε αργότερα (1248) στην Κολωνία, προσφέροντας τη βοήθειά του στη νέα σχολή των Δομινικανών. Αργότερα, το 1252, επέστρεψε στο πανεπιστήμιο των Παρισίων για να προετοιμαστεί για το διδακτορικό του στη θεολογία, που έλαβε το 1256. Έκτοτε η ζωή του αφιερώθηκε σε διδακτικά καθήκοντα[10].

Tο 1259 διορίστηκε θεολογικός σύμβουλος και λέκτορας στην παπική Κουρία, το κέντρο του δυτικού Ανθρωπισμού, και επέστρεψε στην Ιταλία -δύο χρόνια στο Ανάγκνι και τέσσερα στο Ορβιέτο. Από το 1265 έως το 1267 δίδαξε στο μοναστήρι της Σάντα Σαμπίνα (Santa Sabina) στη Ρώμη, και κατόπιν αιτήματος του Πάπα Κλήμη IV, πήγε στην παπική Κουρία στο Βιτέρμπο. Το 1268 στάλθηκε πίσω στο Παρίσι όπου παρέμεινε μέχρι το 1272[11]. Την ίδια χρονιά αναχωρεί για την Ιταλία προκειμένου να ιδρύσει έναν Δομινικανό οίκο σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης, όπου και δίδαξε μέχρι το 1274.

Ξεκινώντας για το εκκλησιαστικό συμβούλιο της Λυών, με επιβαρυμένη υγεία, πεθαίνει στις 7 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς στο αβαείο Φοσσανόβα των Κιστερκιανών μοναχών στην Ιταλία. Στο αναρρωτήριο του εν λόγω αβαείου υπάρχει ακόμα το δωμάτιο όπου ζούσε, προσευχόταν και στοχαζόταν τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Μέχρι σήμερα παραμένει ο άδειος του τάφος στην εκκλησία, καθώς το σώμα του μεταφέρθηκε από τους Δομινικανούς στην Τουλούζη, στα τέλη του 14ου αιώνα[12].

Το 1567, ο Πάπας Πίος Β ανακήρυξε τον Άγιο Θωμά Ακινάτη «Διδάσκαλο της Εκκλησίας» και καθιέρωσε τον εορτασμό του μαζί με τους τέσσερις μεγάλους Λατίνους πατέρες: Αμβρόσιο, Αυγουστίνο Ίππωνος, Ιερώνυμο και Γρηγόριο[13]. Πρόκειται για τίτλο που αποδίδεται από την Καθολική Εκκλησία σε αγίους, που αναγνωρίζονται για την ιδιαίτερη συμβολή τους στη θεολογία ή το δόγμα, μέσω της έρευνας, της μελέτης ή της γραφής τους[14]. Έξι αιώνες μετά τον θάνατό του, το 1879, με την περίφημη εγκύκλιο «Aeterni Patris» του πάπα Λέντος ΙΓ' και λίγο αργότερα, με ανάλογα κείμενα, του πάπα Πίου Γ, το 1914, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ανήγαγε τη διδασκαλία του Θωμά σε επίσημη χριστιανική διδασκαλία.

Από τότε ως σήμερα, οι θωμικές σπουδές έχουν προαχθεί σημαντικά[15]. Η θεολογία και η φιλοσοφία του συνεχίζουν να διδάσκονται στις θεολογικές σχολές και σε εκπαιδευτικά προγράμματα των Ρωμαιοκαθολικών[16].

 

Το Έργο του

Υπήρξε ένας από τους παραγωγικότερους συγγραφείς του μεσαίωνα και της ιστορίας του πνεύματος εν γένει, ένα πνεύμα ισχυρό με πρωτότυπο στοχασμό[17].Το φιλοσοφικό-θεολογικό έργο του είναι ογκώδες και περιλαμβάνει πολυάριθμα συγγράμματα, που χαρακτηρίζονται από ακρίβεια μεθόδου, σαφήνεια και οξύνοια[18].

Τα θέματα που ο Ακινάτης διερευνά αφορούν, για παράδειγμα, στον Θεό, την Αγία Τριάδα, τη σάρκωση και τη μέλλουσα ανάσταση, τους αγγέλους και την ανθρώπινη ψυχή, τα μυστήρια της εκκλησίας και τον μοναστικό βίο. Μελετά διεξοδικά ζητήματα που αφορούν στην αλήθεια και τη γνώση της, τον προορισμό του ανθρώπου, τις αρετές και τη θεία χάρη, τον λόγο και την πίστη, την ουσία, την ύπαρξη και τα συμβεβηκότα, την ύλη και τη μορφή, τη συνείδηση και το αυτεξούσιο, τη νόηση και το συναίσθημα, τις εκστάσεις και την προφητεία, αλλά και τις φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά, τη μεταφυσική, την παιδαγωγική και πολλά άλλα[19].

Ένα από τα μείζονα θέματα της φιλοσοφίας του Ακινάτη υπήρξε η διάκριση ανάμεσα στη βαθύτερη ουσία και την ύπαρξη των όντων. Πίστευε πως ένα ον μπορεί να υφίσταται ως ουσία και μόνο, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει ως εκδήλωση. Μπορεί, κάλλιστα, να μιλάει κανείς για την ουσία ενός ανύπαρκτου ανθρώπου ή ενός ανύπαρκτου βράχου, πώς, δηλαδή, θα έπρεπε ή θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος αυτός ή ο βράχος αυτός, αν πράγματι υπήρχαν[20]. Με άλλα λόγια, η ουσία μπορεί να αναχθεί στη δυνατότητα για ύπαρξη και η ύπαρξη στην πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας, όπως ακριβώς η διάκριση μεταξύ δύναμης και ενέργειας[21]. Ταύτιση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης υφίσταται μόνο στην περίπτωση του Θεού, που η ουσία Του είναι η ύπαρξή Του και δεν μπορεί να επέλθει κανένας διαχωρισμός ανάμεσά τους[22].

Πολλές, ωστόσο, από τις βασικές έννοιες της μεταφυσικής του Ακινάτη δεν αποτελούν επινόηση του ίδιου, αλλά προέρχονται από μία μακρά παράδοση, που ανάγεται στον Αριστοτέλη και φτάνει ως τους δασκάλους των σχολών και των πανεπιστημίων του μεσαίωνα. Αποτελούν, θα λέγαμε, κοινό κληροδότημα του Σχολαστικισμού, όπως ονομάζεται η φιλοσοφία αυτών των δασκάλων[23].

Οι συλλήψεις του Ακινάτη θεωρούνται οξυδερκείς, αλλά συχνά δυσνόητες. Συνθέτουν, ωστόσο, ένα «μεταφυσικό σύστημα» εννοιών που αγκαλιάζει τα πάντα, θεμελιώδες για τη διερεύνηση φιλοσοφικών και επιστημονικών προβλημάτων πάσης φύσεως. Ανοίγει έτσι τον δρόμο για την κατανόηση του κόσμου σε ένα γενικό και αφηρημένο επίπεδο. Ως εκ τούτου, ο Θωμάς Ακινάτης έχει αναγνωριστεί ως μεταφυσικός φιλόσοφος[24].

Μεταξύ των έργων του αξίζει να αναφερθούν τα «Σύνοψη εναντίον των Εθνικών» (Summa Contra Gentiles), «Σύνοψη Θεολογίας» (Summa Theologica), που θεωρείται αριστούργημα μεθοδικής και εξαντλητικής ανάπτυξης, «Περί της Ουσίας και της Ύπαρξης» (De Ente et Essentia) και το «Αμφισβητούμενα Ζητήματα» (Quaestion es Disputatae), που αντανακλά ζωηρά τις ιδέες και τις λογομαχίες της εποχής. Στο μνημειώδες έργο του συμπεριλαμβάνεται και μία ιδιαίτερα μεγάλη συλλογή σχολίων σε κύρια έργα του Αριστοτέλη, μεταξύ αυτών και του ψευδο-αριστοτελικού έργου «Βιβλίο περί των Αιτιών» (Liber de Causis)[25].

Ωστόσο, το έτος 1273 υπήρξε καθοριστικό για την πορεία του συγγραφικού του έργου. Λέγεται πως έπειτα από κάποια ιδιαίτερη μυστικιστική εμπειρία που είχε δεν θέλησε να ξαναγράψει. Διέκοψε μια για πάντα τη συγγραφή των πολύτομων έργων και σχολίων του, ως πράξη μάταιη, άνευ ουσίας. Ενώ παροιμιώδης θεωρείται η απάντηση προς τον φίλο του Ρεγινάλδο, που τον προέτρεπε να συνεχίσει: «Ρεγινάλδε, δεν μπορώ πλέον να συγγράψω, γιατί όλα αυτά που έχω συγγράψει μου φαίνονται σαν άχυρο».

 

Η Σχέση της Φιλοσοφίας με τη Θεολογία

Ο Ακινάτης πίστευε πως η φιλοσοφία και η θεολογία διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη μέθοδο και το αντικείμενο. Η μέθοδος της φιλοσοφίας (όπως και των φυσικών επιστημών) στηρίζεται αποκλειστικά στο φως της ανθρώπινης λογικής, δηλαδή στον λόγο. Ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί τον λόγο, δηλαδή λογικούς κανόνες συλλογισμού, που τον βοηθούν να καταλήγει σε ορθά συμπεράσματα για τον κόσμο, τον Θεό και τον άνθρωπο. Ο θεολόγος, παρόλο που χρησιμοποιεί τη λογική, βασίζεται κυρίως στην αποκάλυψη και στην αυθεντία του δόγματος. Ως εκ τούτου, ο Ακινάτης διακρίνει τη θεολογία σε φυσική θεολογία, που χρησιμοποιεί περισσότερο τη λογική και λιγότερο την αποκάλυψη, και σε δογματική θεολογία, που σχετίζεται περισσότερο με την αποκάλυψη και το δόγμα[26].

Επιπλέον, θεωρούσε τον άνθρωπο προικισμένο με δύο βασικές γνωστικές λειτουργίες, τον λόγο και την πίστη, που η μία δεν αποκλείει την άλλη. Απεναντίας, η πίστη και ο λόγος αλληλοσυμπληρώνονται, δίνοντας διαφορετικές απόψεις για την ίδια αλήθεια. Έτσι, τα πράγματα που ο Θεός, ο δημιουργός των πάντων, αποκαλύπτει στον άνθρωπο μέσω της πίστης, βρίσκονται σε συμφωνία με εκείνα που μπορούμε να γνωρίσουμε μέσω του λόγου[27].

Οι μεσαιωνικοί φιλόσοφοι του Σχολαστικισμού δεν αμφισβητούσαν την ανωτερότητα της εξ αποκαλύψεως αλήθειας. Υποστήριζαν μάλιστα ότι ο λόγος (δηλαδή η λογική) και ο φιλοσοφικός στοχασμός μπορούν να έχουν βαρύτητα μόνο εφόσον έχουν ως βαθύτερο θεμέλιο την ομολογία της πίστης μας. Μόνο τότε μπορούμε να ερμηνεύουμε τα βαθύτερα θεολογικά ζητήματα με τρόπο ορθό[28].

Ακολουθώντας την ίδια γραμμή σκέψης, ο Ακινάτης προσπάθησε να συμφιλιώσει τη φιλοσοφία με τις αλήθειες της αποκάλυψης, αναπτύσσοντας λογικά επιχειρήματα για την προσέγγιση καθαρά θεολογικών ζητημάτων[29]. Υποστήριζε μάλιστα πως η ύπαρξη του Θεού μπορεί να αποδειχθεί με βάση τον λόγο, δηλαδή λογικά (με συλλογιστικό τρόπο). Προς τούτο, βασισμένος σε αριστοτελικά στοιχεία, διατύπωσε πέντε λογικά επιχειρήματα της ύπαρξης του Θεού - τους «πέντε δρόμους»[30].

 

Θεός και Δημιουργία, Άγγελοι και Άνθρωποι

Ο Ακινάτης αποδέχεται πως ο Θεός είναι ο δημιουργός των πάντων, η πρώτη και αρχική αιτία όλων των πραγμάτων. Η γενική αυτή αρχή είναι σύμφωνη τόσο με τη χριστιανική αποκάλυψη, όσο και με την αυθεντία του Αριστοτέλη[31].

Ο κόσμος καθρεφτίζει τον Θεό ως δημιουργό του. Είναι μία «ordo», ένα όλον με τάξη και νόημα, επειδή είναι δημιούργημα του Θεού, που είναι τέλειος[32]. Για να υπάρξει, ωστόσο, τελειότητα και δυνατότητα επιστροφής στον Θεό, η Δημιουργία δεν περιορίζεται στα σωματικά αλλά εκτείνεται και στα νοερά όντα. Επιπλέον, για την επιστροφή στον Θεό χρειάζεται και η ενέργεια, δηλαδή η γνώση και η βούληση, που ενυπάρχει και στον Δημιουργό.

Αναφέρονται, λοιπόν, δύο τάξεις όντων, τα σωματικά και τα νοερά. Στα σωματικά ανήκουν τα στοιχεία, τα σύνθετα σώματα, τα φυτά, τα ζώα και οι άνθρωποι, εκ των οποίων τα στοιχεία ανήκουν στην κατώτερη βαθμίδα. Τα νοερά είναι οι άγγελοι. Πρόκειται για όντα άυλα, αυτοτελή, που υπάρχουν «καθαυτά και δι’ αυτών», βρίσκονται εγγύτερα στον Θεό και κινούν τα σωματικά. Έτσι, η κίνηση των επίγειων πραγμάτων ξεκινά από τα ουράνια και κατ’ αυτόν τον τρόπο το Σύμπαν αποτελεί ένα αρμονικό σύστημα.

Συνοψίζοντας, ο Ακινάτης αναγνωρίζει σε ολόκληρη τη Δημιουργία μία ιεραρχική δομή, με τον Θεό τοποθετημένο στην κορυφή, πέρα από τον κόσμο των σωμάτων, να κυβερνά τον κόσμο πάνω από καθετί. Ακολουθούν, ιεραρχικά, εννέα τάξεις αγγέλων, αγνές νοήμονες οντότητες, που λειτουργούν ως κινητήρια δύναμη των ουρανών, μετά τις οποίες ακολουθούν οι ανθρώπινες ψυχές και ούτω καθεξής.

Στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ δύο κόσμων, του νοερού και του ένυλου (των πνευματικών ουσιών και των σωμάτων). Είναι η μόνη οντότητα που είναι μέρος τόσο του φυσικού όσο και του πνευματικού κόσμου. Επιπλέον, σε κάθε άνθρωπο η ψυχή και το σώμα συνδέονται, συναποτελώντας μία φύση[33].

 

Για την Ψυχή

Η έννοια της ψυχής (η φύση και οι δυνάμεις της, η σχέση ψυχής-σώματος, η αθανασία της ψυχής) παίζει θεμελιώδη ρόλο στη φιλοσοφία του Ακινάτη. Υπάρχουν τρία είδη ψυχής -όπως και οι βαθμίδες της ζωής- η φυτική, η ζωική και η ανθρώπινη. Αναφέρει την ψυχή ως αρχή της ζωής των φυσικών οργανικών όντων και «πρώτη ενέργεια» (actus primus) του οργανικού σώματος. Είναι άυλη, απλή, άφθαρτη και αθάνατη, συνιστά υπάρχουσα υπόσταση και συνδέεται αναπόσπαστα με το σώμα. Παρόλα αυτά, η ενέργειά της, η νόηση, λειτουργεί ανεξάρτητα από τα σωματικά όργανα.

Θεωρεί, ωστόσο, την ψυχή ως «πνευματικό ον μιας κατώτατης βαθμίδας του πνευματικού βίου, με ασθενή γνωστική δύναμη», που ενισχύεται από τη σύνδεσή της με το σώμα. Το σώμα και η ψυχή, γράφει ο Ακινάτης, έχουν ουσιώδη ενότητα και συναποτελούν τον άνθρωπο. Το σώμα του ανθρώπου ζει και ενεργεί δια της ψυχής. Η ψυχή διοικεί μέσω της ύλης αλλά δεν περιέχεται, ούτε απορροφάται από αυτήν. Για την τελείωση όμως του ανθρώπου απαιτείται ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Όσο τελειότερη είναι η ψυχή, τόσο ανυψώνεται από την ύλη και ενεργεί ανεξάρτητα από το σώμα.

 

Για τον Άνθρωπο

Ο άνθρωπος διαφοροποιείται από τα άλλα όντα εξαιτίας της νόησής του, που αποτελεί την κύρια ενέργειά του[34]. Αξίζει, ωστόσο, να αναρωτηθεί κανείς εάν αυτό το θαυμαστό «εργαλείο» εκπληρώνει τον υψηλό πνευματικό ρόλο που καλείται να διαδραματίσει στην διαδικασία της εξέλιξης, ή χρησιμοποιείται με διαστρεβλωμένο τρόπο.

Θεμελιώδη ζητήματα που μεταξύ άλλων είχαν απασχολήσει τον Ακινάτη ήταν η πολυπόθητη ευτυχία και το έσχατο τέλος της ανθρώπινης ζωής. Στο έργο του «Summa Contra Gentiles» διαπραγματεύεται την ανθρώπινη ευτυχία, θεωρώντας ότι «δεν βρίσκεται στις ηδονές των αισθήσεων, στις τιμές, τη δόξα, τα πλούτη ή την κοσμική δύναμη, ούτε στην άσκηση διαφόρων δεξιοτήτων ή στην ηθική αρετή»

Στη συνήθη κατάσταση που βρίσκεται ο άνθρωπος, στην παρούσα ζωή, η ευτυχία δεν μπορεί παρά να είναι ατελής. «Η ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί με πληρότητα μόνο με τη θέαση της ουσίας του Θεού», που είναι δυνατόν να συμβεί στον άνθρωπο εν ζωή, μέσω μιας ανώτερης θείας φώτισης, οδηγώντας τον σε αληθινή ευδαιμονία και μακαριότητα[35].

Ωστόσο, ως μυστικιστής, ο Ακινάτης πίστευε ότι η τέλεια ένωση με τον Θεό, που είναι και ο απώτερος σκοπός της Ανθρώπινης Ζωής, μπορεί να επιτευχθεί μετά θάνατον, από τις ανθρώπινες ψυχές που βίωσαν σωτηρία και λύτρωση μέσω του Χριστού[36].

 

Περί Αρετών

Σύμφωνα με τον Ακινάτη, οι αρετές κάθε ύπαρξης φανερώνουν και τον βαθμό της τελειότητάς της. Αυτό σημαίνει πως εφαρμόζει με τον καλύτερο τρόπο εκείνο για το οποίο η φύση την έχει προορίσει. Έτσι ο ενάρετος βίος προσφέρει εσωτερική ευδαιμονία στον άνθρωπο. Παρόλα αυτά οι αρετές δεν είναι κάτι έμφυτο, θα πρέπει να κατακτηθούν μέσω διαρκούς εξάσκησης. Επιπλέον, αποτελούν πηγή ζωής και δράσης, εκφράζοντας την υγεία και την ευεξία της ψυχής.

Ως θεμελιώδεις ανθρώπινες αρετές θεωρεί τη σωφροσύνη, την εγκράτεια, τη δικαιοσύνη και την ανδρεία. Αναφέρεται, ωστόσο, και στις τρεις θεολογικές αρετές -πίστη, ελπίδα και ευσπλαχνία. Διακρίνει ακόμα τις αρετές σε ατελείς (ελλιπείς) και τέλειες (πλήρεις), θεωρώντας ως τέλειες όσες συνδέονται με την ευσπλαχνία, καθώς η ευσπλαχνία συμπληρώνει μία θεμελιώδη αρετή[37].

 

Κόσμος, Κοινωνία και Άνθρωπος

Ο Θωμάς Ακινάτης αναφέρεται συχνά ως ο κατεξοχήν υπερασπιστής του φυσικού δικαίου[38]. Στην πραγματεία του με τίτλο «Περί Βασιλείας» (De Regno ή De Regimine Principum) ερμήνευσε τις αρχές του φυσικού δικαίου με ιδιαίτερα τολμηρό τρόπο, ώστε να φτάσει στο συμπέρασμα ότι η ανυπακοή σε μία εξουσία άδικη ή σε μια εξουσία προερχόμενη από σφετερισμό, δεν έχει τον χαρακτήρα στάσης ή ανταρσίας, αλλά αποτελεί μάλλον θεμιτή πράξη[39].

Ως αριστοτελικός, πίστευε πως η ιδέα του κράτους πηγάζει από το κοινωνικό ένστικτο του ατόμου. Είναι το ίδιο ένστικτο που οδηγεί στην οικογενειακή ζωή και από εκεί, σε μια συνεχή εξέλιξη, σε όλες τις άλλες υψηλότερες μορφές κοινότητας. Το κοινωνικό ένστικτο είναι κοινό στους ανθρώπους και τα ζώα, αλλά στον άνθρωπο προϋποθέτει μία νέα μορφή, ένα νέο σχήμα. Δεν είναι μόνο φυσικό αλλά και λογικό αποτέλεσμα, που βασίζεται στην ελεύθερη και τη συνειδητή δράση.

Εφόσον, λοιπόν, το κράτος και η κοινωνία απορρέουν από την ίδια τη φύση του ανθρώπου, οφείλει ο άνθρωπος, στηριζόμενος και στις δικές του δυνάμεις, να οργανώσει μία τάξη που θα βασίζεται στην αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη (an order of right and justice), επιβεβαιώνοντας την ελευθερία του. Εδώ το βασίλειο της φύσης και της θείας χάριτος συνενώνονται σε μια τέλεια ενότητα και η δύναμη της θείας χάριτος βρίσκει δρόμους έκφρασης και εκδήλωσης[40].

Κάθε κυβερνήτης οφείλει, με τη σειρά του, να μοχθεί για την ευημερία εκείνων που αναλαμβάνει να κυβερνήσει. Η ευημερία, αλλά και η ασφάλεια σε μια κοινωνία έγκειται στη διατήρηση της ενότητάς της, η οποία ονομάζεται ειρήνη. Εάν αυτή απουσιάσει, το όφελος της κοινωνικής ζωής χάνεται και η διαφωνία που επικρατεί ανάμεσα στους ανθρώπους, γίνεται βάρος για τον ίδιο τους τον εαυτό. Επομένως, κύριο μέλημα του κυβερνήτη είναι η εξασφάλιση της ενότητας της ειρήνης[41].

Ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον Ακινάτη, χρειάζεται να διατηρεί ζωντανό το ανώτερο όραμα της ένωσής του με τον Θεό, που επηρεάζει ανάλογα και τη ζωή στη Γη: «Εκείνοι που αληθινά προσπαθούν να κατανοήσουν και να δουν τον Θεό, θα αγαπήσουν αυτό που αγαπά ο Θεός». Η αγάπη αυτή αποδίδει καρπούς στις καθημερινές ανθρώπινες επιλογές. Κατευθύνει τη θέληση του ανθρώπου σε πράγματα σωστά, όπως η φιλανθρωπία, η ειρήνη και η αγιότητα, προκαλώντας θεραπεία και ευτυχία[42].

Ο Θωμάς Ακινάτης, ως φιλόσοφος και θεολόγος, αναζήτησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του την ενότητα στην ουσία της ύπαρξης, πίσω από τη διαφορετικότητα των υλικών μορφών. Μελέτησε τις ιδέες των Πλατωνικών, Αριστοτελικών, Στωικών, Εβραίων, Χριστιανών και Μουσουλμάνων και εφάρμοσε τη σκέψη τόσο των Ανατολικών όσο και των Δυτικών Πατέρων της Εκκλησίας. Η διδασκαλία του ώθησε και συνεχίζει να ωθεί τον άνθρωπο σε έναν βαθύτερο στοχασμό σε σχέση με την πνευματική διάσταση της ζωής του.

Η δύναμη του φιλοσοφικού στοχασμού και της πίστης, καλεί την ανθρώπινη ύπαρξη να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τη Θεότητα, με την ιδέα της «εν Χριστώ» ανθρωπότητας, αλλά και με τη Δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Με τον τρόπο αυτό φωτίζεται ο δρόμος, για την αναζήτηση της αλήθειας και της ανθρώπινης μετουσίωσης, καλλιεργώντας έναν ορθό τρόπο σκέψης, εναρμονισμένο με τους πνευματικούς κόσμους.

 

Σημειώσεις

[1]. Πελεγρίνης 2009, σ. 903.
[2]. Κάλφας 2015, σ. 32.
[3]. Κέννυ 2017, σ. 11.
[4]. Σατελέ 1989, σ. 330.
[5]. Thomas Aquinas, From Wikipedia, the free encyclopedia, διαθέσιμο online.
[6]. Tommaso d'Aquino, Da Wikipedia, l'enciclopedia libera, διαθέσιμο online.
[7]. Αθανασόπουλος 2008, σ. 115.
[8]. Σατελέ 1989, σ. 17.
[9]. Jaspers 1983, σ. 162.
[10]. Πελεγρίνης 2009, σ. 903; Αθανασόπουλος 2008, σ. 112; Σατελέ 1989, σ. 326.
[11]. St. Thomas Aquinas, Encyclopedia Britannica, διαθέσιμο online.
[12]. Πελεγρίνης 2009, σ. 903; Αθανασόπουλος 2008, σ. 112; Tommaso d'Aquino, Da Wikipedia, l'enciclopedia libera, διαθέσιμο online.
[13]. Tommaso d'Aquino, Da Wikipedia, ό.π.
[14]. Doctor of the Church, From Wikipedia, the free encyclopedia, διαθέσιμο online.
[15]. Κέννυ 2017, σ. 11.
[16]. Αθανασόπουλος 2008, σ. 113.
[17]. Κέννυ 2017, σ. 11.
[18]. Αθανασόπουλος 2008, σ. 112; Σατελέ 1989, σ. 326.
[19]. Κέννυ 2017, σ. 11.
[20]. Πελεγρίνης 2009, σ. 904.
[21]. Θωμάς Ακινάτης, Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια, διαθέσιμο online. 
[22]. Πελεγρίνης 2009, σ. 903; Αθανασόπουλος 2008.
[23]. Aquinas 1949, De Regno ad Regem Cypri, [bk. I, par. 17].
[24]. Κέννυ 2017, σ. 71.
[25]. Αθανασόπουλος 2008, σ. 112; Σατελέ 1989, σ. 327-328.
[26]. Αθανασόπουλος 2008, σ. 112, 114.
[27]. Πελεγρίνης 2009, σ. 903; Aquinas, Summa Theologica,"Question 62, Article 2".
[28]. Cassirer 1946, σ. 96.
[29]. Μαράς 2008, σ. 340.
[30]. Πελεγρίνης 2009, σ. 903; Σατελέ 1989, σ. 329.
[31]. Aquinas, Summa Theologica (Pars Prima, Quest. I, art. 6); Summa Contra Gentiles (Lib.I, cap. I).
[32]. McGrath κ.ά. 2010, σ. 32; Θεοδωρακόπουλος 2010, σ. 162.
[33]. Θωμάς Ακινάτης, Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια, διαθέσιμο online; Tommaso d'Aquino, Da Wikipedia, l'enciclopedia libera, διαθέσιμο online.
[34]. Θωμάς Ακινάτης, Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια, διαθέσιμο online.
[35]. Κέννυ 2017, σ. 37, 54.
[36]. Thomas Aquinas, From Wikipedia, the free encyclopedia, διαθέσιμο online.
[37]. Aquinas, Summa Theologica,"Question 62, Article 2".
[38]. Kainz 2004.
[39]. Cassirer 1946, σ. 105.
[40]. Cassirer 1946, σ. 114-115.
[41]. Aquinas, De Regno ad Regem Cypri (bk. I, par. 17).[42]. Kreeft 1990, σ. 383.

 

Βιβλιογραφία

• Boland, V. 2007, St Thomas Aquinas, Bloomsbury Publishing Plc, London.
• Cassirer, E. 1946, The Myth of the State, New Haven, Yale University Press, London, Geoffrey Cumberlege, Oxford University Press.
• Jaspers, K., Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1983.
• Kainz, H. P. 2004, Natural Law: A Reevaluation, Open Court Pub Co.
• Kreeft, P. 1990, Summa of the Summa, Ignatius Press.
• McGrath, A. & McGrath, J. C., Η Αυταπάτη του Dawkins, Εκδόσεις Ουρανός, Αθήνα 2010.
• Pojman, L. 1995, Ethics: Discovering Right and Wrong. Belmont, California: Wadsworth Publishing Company.
• Saint Thomas Aquinas, Summa Theologica, (Five Volumes) English Dominican Province Translation Edition (1981).
• Saint Thomas Aquinas, The Aquinas Institute, Summa Contra Gentiles, Books I & II (Latin-English Opera Omnia), Emmaus Academic (2019).
• Saint Thomas Aquinas, De Regno ad Regem Cypri, (On Kingship to the King of Cyprus), The Pontifical Institute of Mediaeval Studies, Toronto, 1949.
• Αθανασόπουλος, Κ., Η Φιλοσοφία στην Ευρώπη από τον 6ο έως τον 16ο Aιώνα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2008.
• Θεοδωρακόπουλος, Ι. Ν., Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Τόμος Α', Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2010.
• Κάλφας, Β., Η Φιλοσοφία του Αριστοτέλη, ΣΕΑΒ, Αθήνα 2015.
• Κέννυ, Α., Θωμάς Ακυινάτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017.
• Μαράς, Α. 2008, Αποφατική και Καταφατική Θεολογία στους Πατέρες, στο Μαράς, Α. κ.ά., Η Ορθοδοξία ως Κληρονομιά. Θεολογία και Φιλοσοφία στην Εποχή των Πατέρων, Τόμ. Γ΄, Πάτρα: Ε.Α.Π.
• Πελεγρίνης, Θ., Λεξικό της Φιλοσοφίας (Λήμμα Θωμάς Ακινάτης)Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009.
• Σατελέ, Φ., Η Φιλοσοφία. Από τον Πλάτωνα ως τον Θωμά Ακινάτη (Τόμος Α’), Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1989.

 

Σύνδεσμοι

• Thomas Aquinas, From Wikipedia, the free encyclopedia, ανάκτηση 19/12/2020.
• Tommaso d'Aquino, Da Wikipedia, l'enciclopedia libera, ανάκτηση 19/12/2020.
• St. Thomas Aquinas, Encyclopedia Britannica, ανάκτηση 19/12/2020.
• Doctor of the Church, From Wikipedia, the free encyclopedia, ανάκτηση 19/12/2020.
• Θωμάς Ακινάτης, Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια, ανάκτηση 19/12/2020.

 

Α.Μ.